Αυτή η κυβέρνηση διαπραγματεύεται πραγματικά σκληρά, αλλά ακριβώς τι;;;

“Είναι αλήθεια ότι η νέα μας κυβέρνηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη, διαπραγματεύεται και μάλιστα διαπραγματεύεται σκληρά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρει τι ακριβώς διαπραγματεύεται. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα σημαντικό.



Ξεκίνησε με ένα μόνο απλοϊκό αίτημα. Την κατάργηση της λιτότητας. Την κατάργηση της λιτότητας στο δημόσιο τομέα και σε όσους σιτίζονται από τα δημόσια ταμεία, πιο συγκεκριμένα. Και γενικώς και αορίστως, άμα κάτσει και αν η τύχη το φέρει, την κατάργηση της λιτότητας και για τους υπόλοιπους, του ιδιωτικού, που κοιτούν απ΄ έξω. Αυτούς τους τελευταίους δεν ξέρει ακριβώς πως θα τους δώσει χρήματα και καλή ζωή, μια και δεν προβλέπεται τίποτε ευθέως από το δημόσιο λογιστικό, οπότε τους αφήνει να αρκούνται στην ευχή και τα όνειρα, όπως τα ονειρεύεται ο καθένας.

Επειδή όμως στον κόσμο αυτόν δεν υπάρχει τζάμπα γεύμα (όπως λένε και οι νεοφιλελέ) στον δρόμο προέκυψαν διάφορα προβλήματα. Βασικά ένα. Ποιος θα αναλάβει το κόστος της κατά Συριζα δικαιοσύνης, ώστε να έχουμε όλοι να τρώμε καλά και να καταναλώνουμε πολύ, χωρίς, όμως, να συνδέουμε τα αυτονόητα δικαιώματα μας με την εξίσου αυτονόητη υποχρέωση της παραγωγικής εργασίας. Όχι της εργασίας εν γένει, αλλά της παραγωγικής.

Από την άλλη οι αμήχανοι και μάλλον ανόητοι εταίροι μας με τα στυλωμένα πόδια. Που αφού διέλυσαν στην κυριολεξία την χώρα τα τελευταία πέντε χρόνια, παριστάνοντας πως διαπραγματεύονται και συνεργάζονται με τον Παπανδρέου, τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο, σφυρίζουν τώρα αδιάφοροι, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Και η μόνη λύση που έχουν να προτείνουν είναι αυτή που εφαρμόζαμε με επιτυχία τόσα χρόνια. Η βαθμιαία βαλκανοποίηση και ακραία φτωχοποίηση της χώρας, η οποία γίνονταν με μόνους όρους την διασφάλιση της επιβίωσης του πολιτικού συστήματος και το μοίρασμα της δημόσιας περιουσίας στις τοπικές μαφίες των ολιγαρχών. Αυτή θέλουν να συχεχίσουν.

Δυστυχώς, από την άλλη μεριά, ο Συριζα θέλει μόνον την άνευ όρων, τζάμπα κατάργηση της λιτότητας και δεν ξέρει πως να βγάλει στην επιφάνεια και να χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικά όπλα τα τραγικά λάθη που έγιναν την πενταετία που πέρασε. Δεν ξέρει να αναδείξει τις ευθύνες της Ευρώπης με συγκεκριμένο και σαφή τρόπο, που να ξεπερνάει τα γενικόλογα συνθήματα και τα απλοϊκά αναθέματα. Ένα κολοσσιαίο πολιτικό κεφάλαιο, αυτό που αφορά την στα όρια του εγκλήματος διεθνή πολιτική που ασκήθηκε εις βάρος της χώρας, μένει αδρανές και αναξιοποίητο.

Το πρόβλημα ξεκινάει από την αδυναμία των νέων κυβερνητών να συνδέσουν την ευμάρεια με την εργασία. Να αντιληφθούν την έννοια του χρήματος. Δεδομένης αυτής της ανεπάρκειας κάθε ερμηνεία του κόσμου που διαθέτουν περιορίζεται στα όρια της αφελούς συνωμοσιολογίας και, ως συνέπεια, κάθε καλή τους πρόθεση ακυρώνεται.

Για τον λόγο αυτό, αν "σωθούμε" για μια ακόμη φορά, θα είναι πάλι για λίγους μήνες. Μέχρι το πρόβλημα να επανέλθει δριμύτερο και περισσότερο επείγον.”