Ανόητοι ... καιρός είναι να αλλάξετε μυαλά

Ο κανόνας του Gresham ισχύει στην πολιτική;
Τι λέει επ'αυτού ο Αριστοφάνης ...


“Ο sir Thomas Gresham (1519-1579) ήταν χρηματομεσίτης της βασίλισσας Ελισάβετ στην Αμβέρσα της Φλάνδρας. Στην ιστορία όμως έχει μείνει γνωστός για τη διατύπωση μιας νομισματικής “αρχής” σύμφωνα με την οποίαν “το κακό χρήμα διώχνει το καλό”.
Ο κανόνας αυτός κατά τον άγγλο χρηματομεσίτη σημαίνει ότι σε περίπτωση που σε μιαν αγορά κυκλοφορούν δύο ή περισσότερα νομίσματα (η συρροή αυτή ήταν μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα συνηθισμένη νομισματική κατάσταση), εκείνο το νόμισμα του οποίου ο εκδότης είχε νοθεύσει τη μεταλλική του βάση, σε σχέση πάντοτε με τις υποτιθέμενες προδιαγραφές του αρχικού του κράματος, εκτοπίζει τελικά από την κυκλοφορία το άλλο ή τα άλλα ανόθευτα χρυσά ή αργυρά νομίσματα και επικρατεί ως τρέχον νόμισμα στις συναλλαγές.
Το παράδοξο αυτό συμβαίνει γιατί οι συναλλασσόμενοι, αντιλαμβανόμενοι ότι η νόθευση του ενός νομίσματος υποδηλώνει και αφερεγγυότητα του εκδότη, σπεύδουν να αποθησαυρίσουν το “καλό” νόμισμα ως αποθεματικό.
Τα πράγματα βέβαια δεν είναι ακριβώς έτσι.
Συνήθως η πραγματικότητα είναι μάλλον αντίστροφη και η αρχή του Gresham έχει επιστημονικά διορθωθεί. Η διαπίστωσή του όμως δεν ήταν ανακριβής.
Την ίδια αρχή λέγεται ότι είχε διατυπώσει και ο αστρονόμος Κοπέρνικος αλλά και παλαιότεροι οικονομικοί σχολιαστές.
Εκείνο που είναι όμως εντυπωσιακό είναι ότι την ισχύ αυτού του κανόνα γνώριζαν και οι αρχαίοι έλληνες!
Επ' αυτού έχουμε τη μαρτυρία του φοβερού Αριστοφάνη, ο οποίος στους “Βατράχους” του (στίχοι 720-738) την επικαλείται ως εμπειρικά σε όλους γνωστή, για να παραλληλίσει όμως σαρκαστικά με την αλήθεια της την πλησμονή του πολιτικού σώματος της αρχαίας Αθήνας μετά τον Περικλή με αναξιόπιστους και ευτελείς πολιτικούς, η παρουσία των οποίων επεσκίαζε τελικά στην πολιτική ζωή της πόλης του την παρουσία και βαρύτητα των χρηστών και εναρέτων πολιτών της.
Λέγει λοιπόν ο φοβερός Αριστοφάνης:
....... Κορυφαίος του χορού: Το ίδιο που παθαίνει η πόλη με το νόμισμα, το ίδιο πράγμα κάνει και με τους πολίτες της, τους καλούς και τους κακούς. Τα παληά νομίσματά μας, τα γνήσια και όχι τα κάλπικα, που πιο ωραία, όπως όλοι το γνωρίζουν, δεν υπάρχουν πουθενά, που η κοπή τους είναι σωστή και που περνούν ακόμα και στις χώρες των βαρβάρων και παντού όπου κυκλοφορούν έλληνες, εμείς δεν τα χρησιμοποιούμε. Αντίθετα, χρησιμοποιούμε μόνο τα χάλκινα που κόπηκαν τελευταία και είναι πολύ κακοκομμένα. Έτσι και με τους πολίτες, όσους είναι καλοαναθρεμμένοι και φρόνιμοι και δίκαιοι και καλοί και αγαθοί και έχουν μεγαλώσει στις παλαίστρες (για να είναι ανδρείοι) και και έχουν μουσική παιδεία, αυτούς τους προπηλακίζουμε και αντί γι' αυτούς προτιμάμε σε όλα τα αξιώματα τους κίβδηλους και τους ξένους και αυτούς που βάφουν τα μαλλιά τους (!), τους αχρείους και τα παιδιά αχρείων (!) που ήρθαν πρόσφατα στην πόλη και που η πόλη στα παληά (καλά) χρόνια δεν θα τους ήθελε ούτε για τους καθαρμούς (καθάρματα), αυτούς χρησιμοποιούμε εύκολα και ανεξέταστα. Αλλά ανόητοι, καιρός είναι να αλλάξετε μυαλά και να προτιμήσετε και πάλι τους χρηστούς πολίτες. Και αν πετύχετε έτσι καλλίτερο αποτέλεσμα, αυτό θα θεωρηθεί φυσικό. Αλλά κι αν ατυχήσετε, τότε όλοι οι σοφοί θα θεωρήσουν ότι έντιμα χάσατε τη μάχη... (μετάφραση δική μου).

Το ιστορικό γεγονός που δίνει αφορμή στον Αριστοφάνη να σαρκάσει τις κακές πολιτικές επιλογές των συμπολιτών του ήταν η νόθευση του αθηναϊκού νομίσματος κατά τα μέσα του Πελοποννησιακού Πολέμου με χαλκό, γιατί ο χρυσός που μέχρι τότε φυλασσόταν στην Ακρόπολη δεν επαρκούσε για να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες του πολέμου.
Η πρακτική αυτή είχε την εφαρμογή της και στα τέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και στο Βυζάντιο αλλά και στους νεότερους ευρωπαϊκούς χρόνους.
Ο δαιμόνιος όμως ποιητής χρησιμοποίησε την αναφορά στην επίκαιρη οικονομική εμπειρία της πόλης του για να ασκήσει την καυστική πολιτική κριτική του.
Η σάτιρά του μερικά απέδωσε.
Ο Αριστοφάνης στεφανώθηκε με στέφανο ελαίας.
Η Αθήνα δεν γλύτωσε όμως την καταστροφή....
Οι αρχαίοι μας μιλούν ακόμα.
Εμείς, όπως και οι συμπολίτες του μεγάλου σατιρικού ποιητή, δεν εννοούμε να τους ακούσουμε. Δεν εννοούμε γενικώς.
Έτσι στη σημερινή οδυνηρή οικονομική συγκυρία του τόπου μας, συγκυρία για την οποίαν υπάρχουν ξεκάθαρες πολιτικές ευθύνες, δεν εννοούμε να επιλέξουμε πολιτικό προσωπικό ικανό να αντιμετωπίσει έντιμα και αποτελεσματικά την δραματική ιστορική καμπή.
Αρκούμαστε στην επιλογή των τυχαίων και αφερέγγυων, ως εάν ήσαν απλώς “κυαμευτοί” (κληρωτοί).
Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι τυχόντες, οι ευάρεστοι, οι “πρόσφατοι” και αυτοί που “βάφουν τα μαλλιά τους” (υπό οποιανδήποτε έννοια) αδυνατούν να επαναφέρουν τον τόπο στην αξιοπρεπή πορεία.
Και απομακρύνουν από την πολιτική αυτούς που θα μπορούσαν να επιφέρουν την ανατροπή...
Αχ, Αριστοφάνη, πόσο μακρυά έκοβε το μάτι και η γλώσσα σου ...”