“Όπως φαίνεται οι νεοέλληνες έχουν ένα μεσαιωνικό φετίχ, μια παλιά εβραϊκή παράδοση που ταύτιζε τις λέξεις με τα πράγματα με δεσμούς αδιάσειστους και αμφίδρομους.
Όταν αλλάζουν οι μεν, θεωρούσε πως αυτομάτως αλλάζουν και τα δε.
Αλλάζεις ένα γράμμα στο τραπέζι και αυτό χάνει το ένα του πόδι, βαφτίζεις τη λίμνη θάλασσα κι αμέσως αρμυρίζει, βαφτίζεις το κρέας ψάρι και γίνεται νηστίσιμο.
Λες την Ινσταμπούλ Κωνταντινούπολη και γίνεται κάπως δικιά σου.
Λες τη σπατάλη λιτότητα και αυτόματα γίνεσαι ασκητής ασωτεύοντας.
Μπορεί πολλές φορές να τα κάνουν ρημαδιό στο τσαρδί τους, να μουτρώσουν για πάντα, για μια λεξούλα, ένα τοπωνύμιο, ένα Όνομα που δεν το αντέχουν, διότι νομίζουν, οι αφελείς, πως θα αλλάξει τα πράγματα που σημαίνει.
Έτσι ψάχνουν περίπλοκες λύσεις, σύνθετες και πολυσύνθετες, έχουν γίνει εξπέρ των συνωνύμων και των επιθετικών προσδιορισμών.
Τώρα για μια «παράταση» έτοιμοι είναι να το κάνουν πάλι μπάχαλο.
Μπορεί όμως η γλωσσική φαντασία και ο πλούτος του λεξιλογίου να μας βοηθήσoυν και πάλι να σώσουμε τα προσχήματα και, κάποιοι, τη μούρη: μετεξέλιξη, συνεχιζόμενη μετατροπή, αναβάθμιση, στάδιο δεύτερο, ανασχεδιασμένη συνέχεια, προσαρμοσμένη μετεξέλιξη, συνέχεια μετά ρήξης, προσαρμογή, μετάπτωση….
Εδώ ξεκινά η δουλειά των επικοινωνιολόγων για μερικούς.
Των ψυχολόγων για τους υπόλοιπους, τους πολλούς. ”