Μια χώρα χωρίς φιλελεύθερους ... Είναι δυνατόν;

Οδηγούμαστε σε εθνικές εκλογές. Ο σχηματισμός της επόμενης κυβέρνησης διεκδικείται μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ με την σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση να συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες νίκης.  Και τα δύο ανταγωνιστικά κόμματα ωστόσο έχουν ξεκάθαρα και διακριτά σημεία αφήγησης στον πολιτικό τους μύθο.




Όσο και αν συνηθίζουμε να λέμε ότι οι παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς έχουν πλέον υποχωρήσει, κάτι τέτοιο είναι εν μέρει μόνο αληθές. Γεγονός είναι ότι υφίστανται έστω και μετασχηματισμένες. 

Η Νέα Δημοκρατία ακολουθεί μία ξεκάθαρα δεξιά ρητορική χωρίς να κρύβει το πολιτικό της ύφος. Έχει καταφέρει μάλιστα να μπολιάσει ακόμα και ακροδεξιούς Υπουργούς και βουλευτές με αντίστοιχους της λαϊκής δεξιάς για το ''αγαθό" της διακυβέρνησης της χώρας. 

Η Νέα Δημοκρατία όμως ακολουθεί ξεκάθαρα και δεξιές πρακτικές. Λειτουργεί αυταρχικά, απαξιώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς που ποτέ δεν ήταν η αδυναμία της, θεσμοθετεί με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, προτιμά να ψηφίζει νόμους με την μορφή νυχτερινών τροπολογιών, δεν έχει κανένα πρόβλημα να φροντίζει κολλητούς και να τους αμνηστεύει μέσω νόμων ενώ στην πράξη ο κάθε Υπουργός οικειοποιείται το κράτος. Όταν χρειάζεται άλλωστε κάποιοι τηλεφωνούν και στους δικαστές όπως ομολόγησε ο κ. Αθανασίου. 

Υπάρχει όμως μια ξεκάθαρα -ακρο-δεξιά αφήγηση με πρόσωπα που την συγκροτούν. Κάποιος μύθος και η κατάλληλη αναγνωρίσιμη ρητορική για τον μέσο δεξιό ψηφοφόρο. Η Νέα Δημοκρατία ποτέ δεν έπαψε να επικοινωνεί με το βασικό της εκλογικό της κοινό, τους ''νοικοκυραίους'', ακόμα και παίζοντας το αγαπημένο παιχνίδι ''νόμος και τάξη'' όποτε σκουραίνουν τα πράγματα ή και απειλώντας τους ότι θα τους πάρουν τα σπίτια οι νεοκομμουνιστές αν ποτέ έρθουν στην εξουσία κ.τ.λ. 

Ο μέσος δεξιός ψηφοφόρους όμως ακούει την φωνή της δεξιάς τριγύρω του. Ξεκάθαρα. Και αν είναι ιδιότροπος ή μπερδεμένος δεν την ακούει μόνο από τη Νέα Δημοκρατία αλλά και από άλλα δεξιά κόμματα σε διάφορες εκδοχές (ΑΝΕΛ, ΛΑΟΣ, Ρίζες, Νέα Μέρα, Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα).  

Η αριστερά έχει επίσης την δική της πολιτική αφήγηση. Την έχτισε μέσα από τα γνώριμα χαρακτηριστικά της. Θεωρεί και διακηρύσσει ότι το μείγμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που ακολουθείται καταδυναστεύει την χώρα. Μέμφεται την τραπεζοκρατία, το συνταγολόγιο του ΔΝΤ, τους οίκους αξιολόγησης και τα χρηματιστήρια, παλεύει για την αποκατάσταση του κοινωνικού κράτους, μιλά για φορολογική, οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη που θεωρεί ότι πλήττεται με την ακολουθούμενη σχεδιαζόμενη πολιτική που αυξάνει τις ανισότητες. 

Πρεσβεύει εξάλλου και τονίζει ότι οι αλλαγές στην πολιτική και στην οικονομία δεν γίνεται να συμβούν από τα ίδια κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς που πτώχευσαν την χώρα. Γι αυτό και ζητά την ανατροπή τους. Η αριστερά λοιπόν εκφράζει μία ρήξη. Άλλοτε εκπεφρασμένη λελογισμένα άλλοτε σκληρότερα καταφέρνει όμως να ενώσει όμως τον κόσμο της, το εκλογικό της κοινό, τους μικρομεσαίους, τους αδυνάτους, τους πληγέντες της κρίσης, με την κοινή αφήγηση της ανατροπής. 

Ο αριστερός και ο ευρύτερα δημοκρατικός ψηφοφόρος λοιπόν έχει τους λόγους που χρειάζεται για να ακολουθήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και την ρητορική του. Ή και άλλα κόμματα της αριστεράς στο σημερινό πολιτικό σκηνικό της χώρας. Ακούει όμως την φωνή της αριστεράς γύρω του, την βλέπει και στους δρόμους. 

Αυτό είναι λοιπόν το πολιτικό πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και είναι ξεκάθαρο. Για τις ανάγκες του άρθρου δεν έχει καμία σημασία αν και κατά πόσο πείθεται ο καθένας από την κάθε πλευρά. Σημασία έχει μόνον η πολιτική αφήγηση που υφίσταται και έχει διακριτά χαρακτηριστικά τόσο στην αριστερά όσο και στην δεξιά στην Ελλάδα, τμήμα της οποίας κάποιοι θεωρούν πλέον και το νεοσυντηρητικό ΠΑΣΟΚ.

Θα περίμενε λοιπόν κανείς, μέσα σε αυτό το ιδεολογικά φορτισμένο δίπολο, να εμφανιστεί κάπου και ο πολιτικός χώρος του φιλελευθερισμού στην χώρα. Τουλάχιστον ως πολιτική αφήγηση. Μία πολιτική έκφραση ας πούμε των ιδεών του Καποδίστρια ή της αντίληψης του Ελευθέριου Βενιζέλου. Του Τζέφερσον ή του Αβραάμ Λίνκολν εκτός συνόρων. Πρότυπα υπάρχουν. Όπως και ευκαιρίες ανάδειξης με δεδομένη και την ανυπαρξία της κεντροαριστεράς. 

Η φιλελεύθερη αφήγηση όμως απουσιάζει ολοκληρωτικά στην Ελλάδα. Δεν έχει καν κάποιο βασικό εκφραστή. Ούτε ως πρόσωπο, ούτε ως κόμμα. Ούτε η Δημιουργία Ξανά, ούτε η Δράση, μπορούν να αποκτήσουν σταθερό πολιτικό κοινό και κοινοβουλευτικό ενδιαφέρον.

Η φιλελεύθερη αφήγηση, από τα κόμματα τουλάχιστον που αυτοχαρακτηρίζονται ως τέτοια στην Ελλάδα, απουσιάζει επειδή δεν έχει σοβαρούς εκφραστές. Τόσο τουλάχιστον ώστε να μπορούν να συγκροτήσουν έναν στοιχειώδη πολιτικό μύθο που μπορούν να επικοινωνήσουν απλοϊκά στον κόσμο. 

Ο κόσμος δεν έχει καταλάβει, και δεν φταίει γι αυτό, τις θέσεις των φιλελεύθερων κομμάτων για τα προβλήματα του. Δεν καταλαβαίνει τι και πως. Δεν ασχολείται λοιπόν. Ο φιλελεύθερος πολιτικός χώρος είναι μακριά από οποιαδήποτε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και συμμετοχή στο πολιτικό παιχνίδι της δημοκρατίας. 

Ακόμα χειρότερα, η ρητορική του και οι φίλοι του τελικώς λειτουργούν ως πασπαρτού των κυβερνώντων κομμάτων. Η αδυναμία παρουσίασης εναλλακτικής πρότασης και η απορρόφηση όλης της πολιτικής ενέργειας στην καταδίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οδηγεί τελικά τους εν δυνάμει πολιτικούς φίλους ή ψηφοφόρους του φιλελεύθερου χώρου στα κόμματα της εξουσίας.

Στον Σαμαρά δηλαδή και τον Βενιζέλο! Συνειδητά ή μη, η δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό το γαϊτανάκι οδηγεί. Και στον ίδιο φαύλο κύκλο. Άλλοι πάλι τρέχουν στους 58 ή στο Ποτάμι. Μύλος!

Σε κάθε περίπτωση, ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ιδεολογία που έχει κοινά και με τις αξίες της οικουμενικής αριστεράς αλλά και με τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της παραδοσιακής δεξιάς, θα μπορούσε να αναζητήσει σοβαρά τον ρόλο του στη σημερινή πολιτική συγκυρία. Το προσπάθησε μάλλον αλλά απέτυχε. Κατέληξε να γκρινιάζει μόνο. Ευθύνεται για την πολιτική του ανυπαρξία και την λειτουργία του ως συνιστώσα της νεοσυντήρησης. 

Μια χώρα χωρίς φιλελεύθερους...
Είναι δυνατόν; 

Που είναι οι φιλελεύθεροι;