Πολλά χρόνια ταλαιπωρίας για πολύ μικρή ανταμοιβή

Η ελληνική δημοσιονομική κρίση ξέσπασε πριν από πέντε χρόνια και οι επιδράσεις της συνεχίζουν να προκαλούν σημαντική ζημιά στην Ευρώπη και στον κόσμο, τονίζει ο οικονομολόγος Paul Krugman σε άρθρο του στους New York Times.

Όπως υποστηρίζει ωστόσο, οι πραγματικά καταστροφικές επιπτώσεις από την Ελλάδα δεν έχουν να κάνουν με ό,τι μπορεί να φανταζόμαστε.




«Η πραγματική καταστροφική επίπτωση της ελληνικής κρίσης, ήταν ο τρόπος με τον οποίο αλλοίωσε την οικονομική πολιτική, καθώς σοβαροί (υποτίθεται) άνθρωποι ανά τον κόσμο, έσπευσαν να μάθουν τα λάθος συμπεράσματα. Τώρα η Ελλάδα φαίνεται να είναι ξανά σε κρίση. Θα μάθουμε τα σωστά μαθήματα αυτή τη φορά;», διερωτάται ο οικονομολόγος.

Κάνει λόγο για τρομερή καταστροφή στην Ελλάδα, και αμφισβητεί τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για «προσποίηση» της Ελλάδας, «που δεν θέλει τα αυστηρά μέτρα τα οποία απαιτούνται από την κατάστασή της». 

Στην πραγματικότητα ωστόσο, υποστηρίζει, η Ελλάδα έχει προχωρήσει σε τεράστιες μεταρρυθμίσεις. Έχει μειώσει την απασχόληση στο δημόσιο και τους μισθούς, έχει προχωρήσει σε περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων, έχει αυξήσει τους φόρους.

«Εάν θέλετε μια αίσθηση της κλίμακας της λιτότητας, θα ήταν σαν οι ΗΠΑ να είχαν εφαρμόσει περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων ίσες με 1 τρισ. δολαρίων ετησίως. Στο μεταξύ, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν βυθιστεί, ενώ το ένα τέταρτο του ελληνικού εργατικού δυναμικού, καθώς και οι μισοί νέοι, παραμένουν άνεργοι», σχολιάζει ο Krugman.

Επίσης, τονίζει πως η κατάσταση του χρέους μάλλον επιδεινώθηκε, με το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε ιστορικό υψηλό –κυρίως λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ και όχι της αύξησης του χρέους- ενώ ακόμη έκανε την εμφάνισή του ένα πρόβλημα υψηλού ιδιωτικού χρέους, λόγω της ύφεσης και του αποπληθωρισμού. Υπάρχουν και κάποια θετικά, σύμφωνα με τον ίδιο. Η οικονομία αναπτύσσεται κάπως, «επιτέλους», χάρη στην άνοδο του τουρισμού. «Αλλά συνολικά, υπήρξαν πολλά χρόνια ταλαιπωρίας για πολύ μικρή ανταμοιβή».

Το αξιοσημείωτο όλων, σύμφωνα με τον Paul Krugman, ήταν η προθυμία των Ελλήνων να τα περάσουν όλα αυτά, να αποδεχθούν τους ισχυρισμούς του πολιτικού κατεστημένου ότι όλος αυτός ο πόνος είναι απαραίτητος, και ότι τελικά θα οδηγήσει στην ανάκαμψη. «Και τα νέα που φτάνουν τις τελευταίες ημέρες, είναι ότι οι Έλληνες μπορεί να έχουν φτάσει στα όριά τους. Οι πληροφορίες είναι περίπλοκες, αλλά ουσιαστικά η σημερινή κυβέρνηση επιχειρεί έναν αρκετά απελπισμένο πολιτικό ελιγμό για να αναβάλει τις γενικές εκλογές. Και εάν αποτύχει, ο πιθανός νικητής των εκλογών είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κόμμα της αριστεράς που έχει ζητήσει μια επαναδιαπραγμάτευση του προγράμματος λιτότητας, και που μπορεί να οδηγήσει σε αντιπαράθεση με τη Γερμανία και έξοδο από το ευρώ».

Όπως εκτιμά ο Krugman, το σημαντικό σημείο είναι πως δεν είναι μόνο οι Έλληνες που είναι τρελοί (και κάνει ένα λογοπαίγνιο με το όνομα της χώρας, δηλαδή «Mad as Hellas») και δεν μπορούν να αντέξουν άλλο. «Κοιτάξτε την Γαλλία, όπου η Marine Le Pen, ηγέτης του Εθνικού Μετώπου, προηγείται των υποψηφίων των mainstream κομμάτων, από τη δεξιά και την αριστερά. Κοιτάξτε την Ιταλία, όπου οι μισοί ψηφοφόροι υποστηρίζουν ριζοσπαστικά κόμματα όπως η Λίγκα του Βορρά και το Κίνημα των Πέντε Αστέρω. Κοιτάξτε την Βρετανία, όπου τόσο η αντιμεταναστευτική πολιτική ορισμένων όσο και οι Σκωτσέζοι αυτονομιστές, απειλούν την πολιτική τάξη».

Θεωρεί ο ίδιος πως θα ήταν «τρομερό» εάν οποιοδήποτε από αυτά τα κόμματα –«με εξαίρεση, παραδόξως, τον ΣΥΡΙΖΑ, που φαίνεται να είναι σχετικά ήπιος»- ερχόταν στην εξουσία. Αλλά βλέπει και τους λόγους πίσω από την άνοδο αυτών των κομμάτων. 

«Αυτό συμβαίνει όταν μια ελίτ διεκδικεί το δικαίωμα στην εξουσία βασισμένο σε υποτιθέμενη τεχνογνωσία της, την αντίληψη του τι πρέπει να γίνει. Τότε αποδεικνύει ότι δεν ξέρει στην πραγματικότητα τι κάνει, αλλά και ότι είναι ιδεολογικά άκαμπτη να μάθει από τα λάθη της.

Δεν έχω ιδέα πως τα εξελιχθούν τα γεγονότα στην Ελλάδα. Αλλά υπάρχει ένα πραγματικό μάθημα στην πολιτική της αναταραχή, που είναι πολύ πιο σημαντικό από τα ψευδή μαθήματα που πήραν πολλοί λόγω των ιδιαίτερων δημοσιονομικών δεινών της».