Λύση είναι και η μακροχρόνια διακράτηση των ελληνικών ομολόγων

“Ο έγκριτος αρθρογράφος των Φαϊνάνσιαλ Τάϊμς W. Munchau τόλμησε προ ημερών να ομολογήσει ότι μόνον τα ανερχόμενα κόμματα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς (Ισπανία PODEMOS, Ελλάδα ΣΥΡΙΖΑ) υιοθετούν για το πρόβλημα των χρεών ως προγραμματική θέση εκείνη που, κατά την άποψή του, είναι και η πιο ρεαλιστική:
Επεκτατική πολιτική και αναδιάρθρωση χρεών.

Στην έννοια της αναδιάρθρωσης συμπεριλαμβάνεται βεβαίως και η διαγραφή.




Είναι αλήθεια ότι τα βάρη των χρεών στις πιο εύθραυστες περιφερειακές οικονομίες είναι υπέρμετρα.

Το ιταλικό χρέος έχει ήδη αγγίξει το 140% του ΑΕΠ και η περαιτέρω εξυπηρέτησή του καθίσταται επαχθής. Δυσβάστακτο είναι επίσης το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της Ισπανίας ενώ αντίστοιχα σοβαρή τείνει να γίνει η κατάσταση και της Γαλλίας. Το ελληνικό χρέος είναι μακράν το βαρύτερο (170% του ΑΕΠ) Έχει όμως ήδη από το 2012 ευεργετηθεί με ένα ριζικότατο προκαταρκτικό κούρεμα απέναντι στους ιδιώτες. Ευεργέτημα που πρακτικά εξατμίστηκε από την πολλαπλάσια αναχρηματοδότηση των δημοσιονομικών κενών της περιόδου 2012-2015.

Η εκτίμηση ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους παραμένει προβληματική δεν αποτελεί αποκλειστική αξιολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Πλείστοι και μη αριστεροί οικονομολόγοι συνομολογούν ευρύτατα ότι είτε η διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους, είτε μια αναδιάρθρωση που μακροπρόθεσμα θα ισοδυναμεί με μερική διαγραφή είναι αναγκαία για τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Το ερώτημα είναι γιατί η εκτίμηση αυτή δεν γίνεται και από τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα επίσημα αποδεκτή.

Είναι γνωστό ότι η «συντηρητική» προσέγγιση της οικονομίας είναι κατά κανόνα πιο «ρεαλιστική», πιο «υπεύθυνη» και πιο «προσγειωμένη», καθώς ο συντηρητικός πολιτικός χώρος εκπροσωπεί υποτίθεται αμεσότερα τον κόσμο της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας.

Η Αριστερά θεωρείται ο χώρος των ιδεαλιστικών προσεγγίσεων, πυρήνας των οποίων είναι πάντοτε η προτεραιότητα προστασίας των συμφερόντων των ολιγότερο προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας. Η περί διαγραφής όμως μέρους του χρέους πολιτική θέση δεν αφορά μόνον αυτά. Αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας και ίσως στο βάθος να ευνοεί περισσότερο την επιχειρηματική τάξη και τους πλέον προνομιούχους, καθώς η ευεργετική της επίπτωση θα αντανακλάσει εντονότερα στη δική τους οικονομική ανάκαμψη.

Γιατί λοιπόν η πολιτική συντήρηση δεν τολμά καν να εκστομίσει την (απαγορευμένη;) λέξη «διαγραφή»;

Οι «ρεαλιστές» θα σπεύσουν προφανώς να απαντήσουν ότι η διαγραφή του χρέους δεν είναι συζητήσιμη, εφ’ όσον το ελληνικό χρέος διακατέχεται σήμερα κατά το μεγαλύτερο μέρος από κυρίαρχες πολιτικές οντότητες (κράτη) και από διεθνείς οργανισμούς όπως η ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Το πολιτικό ανισοζύγιο σε μια πιθανή απόπειρα αναδιαπραγμάτευσης είναι πασιφανές. Η ενδοτικότητα επομένως του «ανίσχυρου» χρεωμένου κράτους θεωρείται δεδομένη.

Ασφαλώς η θέση δεν αντέχει σε κριτική. Η γνωστή αυτή από το 2010 επιχειρηματολογία μπορεί εύκολα να αντιστραφεί.

Η Ευρώπη είναι σήμερα σε βαθύτερη ίσως κρίση απ’ ότι το 2008-2010. Η ύφεση έχει κρούσει τη θύρα των ισχυρών και έχει αντίστοιχα επιβαρύνει και το βάρος αλλά και τις προοπτικές των χρεωμένων.

Οι εκτιμήσεις για το μέλλον της Νομισματικής Ένωσης είναι δυσοίωνες. Η τολμηρή διατύπωση μιας καλοθεμελιωμένης πρότασης από έναν χειμαζόμενο εταίρο δεν μπορεί κατηγορηματικά να απορριφθεί. Η ιστορική εμπειρία των διαγραφών είναι ευρύτατη και για την ίδια τη Γερμανία έχει στο παρελθόν υπάρξει λυτρωτική. Η παρασκηνιακή υποστήριξη της πρότασης δεν μπορεί επομένως παρά να είναι ισχυρή.

Το σπουδαιότερο:

Ένα αίτημα διαγραφής που είναι βέβαιο ότι θα υποκινήσει πολυμερή έντονη υποστήριξη δεν αποτελεί εχθρικό διάβημα απέναντι στους εθνικά κυρίαρχους διακατόχους του ελληνικού χρέους, ούτε απειλεί, όπως νομίζεται, τα συμφέροντα των ευρωπαίων φορολογουμένων που έχουν δανείσει την Ελλάδα.

Γιατί απλούστατα δεν θα πληρώσουν άμεσα αυτοί. Η διαγραφή μπορεί να γίνει με τρόπο που δεν συνεπάγεται εθνικολογιστική ζημία. Αρκεί η κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα (που είναι η ΕΚΤ) να αναλάβει τη θεσμική ευθύνη που της αναλογεί.

Το δρόμο έχει υποδείξει εδώ και τριάντα χρόνια η Ιαπωνία. Η κεντρική τράπεζα αγοράζει και διακρατεί κρατικά ομόλογα επ’ αόριστον. Η αντίστοιχα μακροχρόνια διακράτηση των ελληνικών ομολόγων που ήδη διακατέχονται από την ΕΚΤ, ενδεχομένως και ακόμη περισσότερων, με τη δυνατότητα παρατεταμένης μετακύλισης των λήξεων τεχνικά ισοδυναμεί με οιονεί διαγραφή. Το χρέος αυτό θα μπορούσε κάποια στιγμή μάλιστα να ακυρωθεί, στο βαθμό που η ευρωζώνη θα επιζούσε και ευημερούσε. Προτεραιότητα έχει η έξοδος από την ύφεση. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η λογιστική των χρεών εύκολα ακολουθεί.”


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ || new-Deal

Επίτιμος Αντιπρόεδρος της ΕΤΕπ
Ο Παναγιώτης Γεννηματάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε Νομικά, Κλασική Φιλολογία, Πολιτική Κοινωνιολογία, Διεθνείς Σχέσεις, Φιλοσοφία και Μουσικολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών (1967-1974),Μονάχου (1976-1980) και Freiburg (1979) στη Γερμανία.
Μιλάει την αγγλική, γαλική, γερμανική και ιταλική.
Διετέλεσε:
- Ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Γ. Ράλλη (1980-1981).
- Αντιπρόεδρος Δ.Σ. της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ 1980-1982).
- Αντιπρόεδρος ΒΙ.ΠΕ.-Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε. (1986-1989).
- Πρόεδρος EUROSEC AXE (1990-1994).
- Σύμβουλος Διοικήσεως Τραπέζης της Ελλάδος (1993-1994).
- Πρώτος Έλληνας αντιπρόεδρος στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) στο
       Λουξεμβούργο (1994-2000).
- Ιδρυτής και πρόεδρος Δ.Σ. της ΩΜΕΓΑ ΤΡΑΠΕΖΑ (2000-2006).
- Πρόεδρος της ΜΚΟ Ευρωπαϊκή Έκφραση (1999-2007).

Έχει γράψει 3 βιβλία και πλήθος άρθρων