Η σύγχρονη μισθωτή εργασία αποτελεί ένα «σκλαβοπάζαρο»


“Οικονομολόγος δεν είμαι, αλλά αναζητώ επίμονα τις οικονομικές γνώσεις που αναφέρονται στη μισθωτή εργασία και τη θέση της στην αγορά. Με ενδιαφέρον, λοιπόν, παρακολουθώ τον τελευταίο καιρό συζητήσεις μεταξύ οικονομολόγων στον καθημερινό Τύπο, στο πλαίσιο των οποίων αντιπαρατίθενται απόψεις για τον σχηματισμό της τιμής της μισθωτής εργασίας, για την ανεργία, τις ομαδικές απολύσεις, την ευελιξία των εργασιακών σχέσεων κ.ο.κ.



Στέκομαι σε ένα τελευταίο άρθρο, που φέρει τίτλο «Οι μισθοί δεν είναι ραπανάκια» (Μ. Ζουμπουλάκης, «Τα Νέα», 17.10.2014), γιατί είναι αλήθεια ότι ο τίτλος είναι ιδιαίτερα προκλητικός. Διεγέρθηκε έντονα το ενδιαφέρον μου γιατί μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί ποια σχέση μπορεί να έχει το ραπανάκι με τον μισθό. Αμέσως, όμως, κατάλαβα ότι αυτό που αναστατώνει επιστημονικά τον συντάκτη είναι η άποψη κάποιων οικονομολόγων ότι «ο κατώτερος μισθός μπορεί να έχει οποιοδήποτε ύψος, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας». Αυτό, υποστηρίζει ο συντάκτης του άρθρου, μπορεί να συμβαίνει στον καθορισμό της τιμής των ραπανακίων, όχι όμως και στην τιμή της εργασίας.

Να, λοιπόν, πώς ξεκινάει την επιχειρηματολογία του ο συντάκτης του άρθρου: «Για τον καταναλωτή δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή. Μια μηδενική τιμή (sic) θα ήταν ό,τι το καλύτερο γι’ αυτόν». Αν και τα ραπανάκια με «μηδενική τιμή» συνήθως τα τρώνε οι κότες, είναι αλήθεια ότι, γενικώς, η διαπίστωση αυτή με ικανοποίησε, αφού ορθώς ο αρθρογράφος δέχεται ότι αρμόδιες να αποφασίζουν για τις τιμές των ζαρζαβατικών είναι οι δυνάμεις της αγοράς, η οποία θα πρέπει να λειτουργεί με βάση την αρχή της προσφοράς και της ζήτησης.

Στη συνέχεια, όμως, όταν ο συντάκτης του άρθρου αρχίζει να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του για να εξηγήσει ότι «στην αγορά εργασίας τα πράγματα είναι διαφορετικά», εγώ, ο μη οικονομολόγος, μπερδεύτηκα. Αλλο πράγμα, μας λέει, είναι η αγορά ζαρζαβατικών και άλλο πράγμα η αγορά εργασίας. Και τούτο γιατί, προσθέτει, ενώ για τον καταναλωτή «δεν υπάρχει τιμή για τα ραπανάκια που να την θεωρεί πολύ χαμηλή», αντίθετα, «για τον εργαζόμενο υπάρχει απαράδεκτα χαμηλή τιμή εργασίας», όταν αυτή «δεν του επιτρέπει να συντηρηθεί αυτός και η οικογένειά του».

Δυστυχώς, δεν κατόρθωσα να κατανοήσω τη σύγκριση μεταξύ καταναλωτή (αγοραστή ραπανακίων) και μισθωτού εργαζομένου (πωλητή εργασίας), δηλαδή μεταξύ προσώπων που έχουν τελείως διαφορετικό ρόλο στη διαδικασία των συναλλαγών. Παρά τις ελλείψεις μου, όμως, τόλμησα να σκεφτώ ότι αν ο αρθρογράφος έκανε τη σύγκριση μεταξύ δύο όμοιων συντελεστών, δηλαδή μεταξύ πωλητή ραπανακίων (αγρότη) και πωλητή εργασίας (μισθωτού), τότε θα μας βοηθούσε καλύτερα να αντιληφθούμε τους βαθύτερους λόγους πάνω στους οποίους βάσισε τη θέση του ότι είναι απαράδεκτο να πέφτει η τιμή της μισθωτής εργασίας σε ύψος που δεν θα επιτρέπει στον μισθωτό να συντηρούνται αυτός και η οικογένειά του, ενώ, αντίθετα, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα ως προς το ζήτημα της εξασφάλισης της συντήρησης του αγρότη και της οικογενείας του όταν η τιμή του ραπανακίου μειώνεται μέχρι και εκμηδενισμού, στο πλαίσιο της αμιγούς λειτουργίας της προσφοράς και της ζήτησης. Αν και περίεργη αυτή η λογική σύλληψη, θα ήταν ενδιαφέρον να καταλάβουμε γιατί η ευαισθησία του αρθρογράφου εξαντλείται μόνο σ’ αυτούς που ο Μαρξ αποκαλούσε υποτιμητικά «προλετάριους», ενώ αδιαφορεί για το εάν κερδίζει τα προς το ζην από την αγοραπωλησία ραπανακίων μια άλλη κατηγορία εργαζομένων (αγρότες).

Περίεργη, πράγματι, προσέγγιση, η οποία δεν με βοήθησε ιδιαίτερα να βελτιώσω τις οικονομικές μου γνώσεις, ενώ μπερδεύτηκα και με αυτά που νόμιζα πως ήξερα, γιατί είχα την εντύπωση ότι σύμπασα η οικονομολογική σκέψη από τον φιλελεύθερο Adam Smith και εφ’ εξής (συμπεριλαμβανομένων όλων των σχολών) δέχεται ότι η μισθωτή εργασία έχει χαρακτήρα «εμπορεύματος». Πολύ περιγραφικός ο Καρλ Μαρξ γράφει στο «Κεφάλαιο» ότι «η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο απ’ ό,τι είναι η ζάχαρη. Το πρώτο το μετρούν με το ρολόι, το δεύτερο με τη ζυγαριά».

Τέλος πάντων, αυτό που προκύπτει από το επίμαχο άρθρο είναι ότι ο μεν μισθός (τιμή της εργασίας) πρέπει να διατηρείται οπωσδήποτε σε ένα όριο ασφαλείας, ώστε να κατορθώνουν να συντηρούνται ο εργαζόμενος και η οικογένειά του, ενώ οι τιμές των ζαρζαβατικών δεν πειράζει κι αν εκμηδενίζονται προς αγαλλίαση των χορτοφάγων καταναλωτών, οι οποίοι, όμως, όσο και εάν λέει ο αρθρογράφος ότι «τα δωρεάν λαχανικά είναι ευλογία για τους καταναλωτές», φοβάμαι ότι οφείλουν να το γυρίσουν σύντομα στην κρεοφαγία, αφού το τζάμπα θα «φάει λάχανο» τον αγρότη.

Ετσι, καλό είναι να συμβουλεύεις με καλοπροαίρετη διάθεση ότι «και για τους εργοδότες οι μισθοί πρέπει να είναι αρκετά (sic) υψηλοί, όχι μόνο για να προσελκύουν καλούς εργαζομένους, αλλά και για να τους παρακινούν να εργαστούν αποδοτικά», όμως, αν, παρά ταύτα, οι εργοδότες δεν πείθονται από τις μικροοικονομικές σου θεωρίες, τότε τι γίνεται; Ποιος μηχανισμός πρέπει να λειτουργεί στο πλαίσιο της αγοράς της εργασίας έτσι ώστε αφενός να επιτυγχάνεται η διατήρηση των μισθών των εργαζομένων σε «αρκετά υψηλό ύψος» και αφετέρου να εξαναγκάζονται οι απείθαρχοι εργοδότες να μην απολύουν το υπερβάλλον προσωπικό τους; Κουβέντα περί αυτού στο άρθρο, αλλά και σε άλλα σχετικά άρθρα που έχουν πέσει στα χέρια μου.

Πέραν αυτού, γενικότερα, κάποιοι «οικονομολογούντες της εργασίας» οφείλουν να είναι σαφέστεροι και πιο συγκεκριμένοι ώστε να καταλάβουμε και εμείς πότε το ύψος των μισθών θεωρείται «αρκούντως υψηλό» κατά τις προσδοκίες των προβαλλόμενων θεωριών τους. Θα είναι ένας μισθός που θα «τονώνει» γενικώς και αορίστως τη ζήτηση, αλλά που θα στέλνει στα αζήτητα τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις που τον καταβάλλουν; Θα είναι ένας μισθός του οποίου ένα μέρος θα βρισκόταν στην τσέπη ενός άλλου εργαζομένου, που, όμως, πλέον έχει σταλεί στην ανεργία; Θα είναι ένας μισθός που θα τον επέβαλλε στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας το κράτος και όποιον πάρει ο Χάρος; Φοβάμαι ότι μια απάντηση που θα όριζε αρνητικά την έννοια του «αρκετά υψηλού» μισθού, ως αυτόν που δεν θα είναι μισθός Ουγκάντας, άντε Βουλγαρίας, δεν θα διαφώτιζε ιδιαίτερα τα πράγματα.

Πάντως, από τέτοιες συζητήσεις, αυτό που έχω μέχρι στιγμής καταλάβει είναι ότι ο μισθός δεν πρέπει να είναι «ραπανάκι» και ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες, αλλά την ευθύνη για την εμπλοκή στη συζήτηση των «ραπανακίων» δεν την έχω εγώ. Εγώ οικονομικά της εργασίας προσπάθησα να καταλάβω, αλλά, φοβάμαι ότι δεν τα κατάφερα. Ισως γιατί δεν έχω ακόμη εξοικειωθεί με την αντίληψη ότι η αγορά της σύγχρονης μισθωτής εργασίας αποτελεί ένα «σκλαβοπάζαρο». Πάντως, αν ενστερνιστώ μια τέτοια αντίληψη, μια άλλη απορία θα μου προκύψει. Πώς είναι δυνατόν σε ένα σκλαβοπάζαρο να μένουν χρήματα, πολλά ή λίγα, στην τσέπη του σκλάβου;”