Γερμανία: Ωρα για αναθεώρηση των οικονομικών της δογματισμών

“Η ευρωπαϊκή οικονομία έχει εισέλθει από τις αρχές του 2014 σε ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο. Η ύφεση δείχνει να γενικεύεται. Οι ρυθμοί ανάπτυξης σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωζώνης τείνουν προς το μηδέν. Εξαίρεση αποτελεί μόνον η εκτός Ευρωζώνης παραμένουσα οικονομία της Μεγ. Βρετανίας η οποία διατηρεί σταθερά ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από το 2%.



Το χειρότερο και απειλητικότερο στη συννεφιασμένη εικόνα της ευρωπαϊκής οικονομίας είναι το γεγονός ότι και η ίδια η ηγέτιδα οικονομική δύναμη της Ευρώπης που είναι η Γερμανία (η οποία, παρά την δίκαιη κατακραυγή των πιο εύθραυστων ευρωπαϊκών οικονομιών για την ασφυκτική δημοσιονομική πειθαρχία που έχει επιβάλει, είναι και το αποκούμπι των χρεωκοπημένων οικονομιών του νότου, ως κύριος de facto δανειστής of last resort όλων των προβληματικών), προβλέπεται ότι μέσα στο τρίτο τρίμηνο του 2014 θα έχει περάσει από το 0,2 του δευτέρου τριμήνου σε αρνητικό πιθανότατα αναπτυξιακό ρυθμό. Το προέβλεψε, και ταυτόχρονα προειδοποίησε, πρόσφατα ο επικεφαλής της Bundesbank και σκληρός υπέρμαχος του γερμανικού μοντέλου δημοσιονομικής πολιτικής Γενς Βάϊντμαν.

Σε ελάχιστους διατηρείται ακόμη αμφιβολία ότι ο κύριος συντελεστής της απειλητικά παρατεινόμενης ευρωπαϊκής οικονομικής καχεξίας που προσλαμβάνει πλέον απειλητικές διαστάσεις και για τους ισχυρότερους, είναι η αυστηρή πολιτική λιτότητας και νομισματικών περιορισμών που από το 2009 εκπορεύεται από τον άκαμπτο οικονομικό δογματισμό του Βερολίνου. Με τον δογματισμόν αυτό συμπορεύονται, άλλοτε μεγαλόφωνα και άλλοτε διακριτικά, η Ολλανδία, η Αυστρία και η Φινλανδία. Οι υπόλοιπες, περισσότερο εύθραυστες ευρωπαϊκές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Γαλλίας, υποκύπτουν έκουσες-άκουσες στην πολιτική πειθώ της γερμανικής πολιτικής ηγεμονίας όχι μόνον γιατί οι πολιτικές ηγεσίες τους δείχνονται ξέπνοες και παρακμιακές αλλά ίσως και γιατί κάποιας μορφής κρίση ένοχης συνείδησης για την προηγούμενή τους δημοσιονομική αβελτηρία τις εμποδίζουν να σηκώσουν με αυθάδεια το κεφάλι απέναντι σε μιαν αποδεδειγμένα πλέον αντιπαραγωγική πολιτική που έχει καταδικάσει την ευρωπαϊκή οικονομία σε σοβαρή περαιτέρω δομική απόκλιση.

Στη διαμόρφωση της συνολικής αρνητικής εικόνας έρχεται να συμβάλει επιβαρυντικά η παρατηρούμενη στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 επιβράδυνση των αναδυομένων εκτός Ευρώπης περιφερειακών οικονομιών και ειδικότερα της Κίνας η οποία και αποτελεί τον ισχυρότερο, μετά την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδέκτη των γερμανικών εξαγωγών.

Η αταλάντευτη επιμονή της Γερμανίας (και όχι μόνον της προηγούμενης συντηρητικής κυβέρνησης CDU/FDP, εφ’ όσον σήμερα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση βρίσκεται «μεγάλος συνασπισμός» χριστιανοδημοκρατών [CDU] και σοσιαλδημοκρατών [SPD], χωρίς μέχρι στιγμής διαφωνίες επί της ουσίας από το νέο κυβερνητικό εταίρο) δικαιολογημένα καλλιεργεί στην εθνική κοινή γνώμη των χωρών και στους οικονομικούς σχολιαστές την απορία, για ποιον επί τέλους σοβαρό πολιτικό ή οικονομικό λόγο το δίδυμο Μέρκελ-Σόϋμπλε εμμένει τόσο επίμονα σ’ αυτήν την αδιέξοδη οικονομική στρατηγική. Ποιο είναι επιτέλους το ανθεκτικό οικονομικοπολιτικό εκείνο σκεπτικό που αποτελεί την «άλλη» εκδοχή απέναντι στην πανηγυρικά διαφαινόμενη αδυσώπητη ανάγκη κάποιας μορφής χαλάρωσης της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής και πολύπλευρης αναθέρμανσης της ευρωπαϊκής οικονομίας;



Είναι ευρύτερα πλέον αποδεκτό ότι το Βερολίνο έχει άδικο. Τούτο καταδεικνύεται όλο και πιο αποκαλυπτικά. Τούτο δεν σημαίνει όμως ότι η ακολουθούμενη με τόση συνέπεια γερμανική πολιτική δεν έχει και κάποιο δομημένο σκεπτικό. Ότι η εμμονή του Βερολίνου σε μια δήθεν οικονομική και ειδικότερα δημοσιονομική ορθοδοξία είναι μια αυθαίρετη και εντελώς ασυσχέτιστη με τα αίτια της ευρωπαϊκής κρίσης του 2008-9 και ειδικότερα με τα αίτια της καθολικής χρεωκοπίας των ευρωπαϊκών περιφερειακών οικονομιών και τον ενδεδειγμένο τρόπο εξυγείανσής τους, επίδειξη προτεσταντικού οικονομικού διδακτισμού.

Έχει επαρκώς σχολιαστεί ο συσχετισμός της γερμανικής προσπάθειας για τη διεύρυνση της περί δημοσιονομικής πειθαρχίας και ισοσκελισμένων προϋπολογισμών δογματικής αντίληψης με την γερμανική προτεσταντική κουλτούρα και την συναφή προς αυτήν αξία της πειθαρχημένης οικονομικής ζωής την οποίαν βεβαίως συμμερίζονται και οι άλλες προτεσταντικές χώρες, όπως η Ολλανδία και η Φινλανδία. Είναι γνωστή επίσης η ακαδημαϊκή πειθαρχία και η προσήλωση της γερμανικής πνευματικής ελίτ στην έννοια της νομιμότητας, την κανονιστική πειθαρχία και την συναφή πιστότητα στην εφαρμογή «οδηγιών χρήσης» για κάθε μορφή τεχνικής εφαρμογής. Φυσικά η επίκληση αυτή δεν επαρκεί ούτε για την ερμηνεία ούτε για την (πολύ περισσότερο) δικαίωση μιας ολόκληρης ζουρλομανδυακής πολιτικής που η προτεσταντική Γερμανία έχει υποχρεώσει να υιοθετήσει και η μη προτεσταντική Ευρώπη. Είναι όμως γεγονός ότι η Γερμανία, η πρώτη ευρωπαϊκή εξαγωγική δύναμη, φαίνεται ως να έχει ενσωματώσει στην εξαγωγική της μηχανή και την εξαγωγή προς τους απείθαρχους ευρωπαίους εταίρους της ισχυρών δόσεων προτεσταντικής πολιτικο-οικονομικής κουλτούρας! Έργο που το δίδυμο Μέρκελ-Σόϋμπλε επιτελεί με ιεραποστολικό όντως ζήλο! Η μερική μεταμόσχευση ανάλογης οικονομικο-πολιτικής κουλτούρας ομολογουμένως δεν θα έβλαπτε βεβαίως καθόλου τις ευρωπαϊκές περιφερειακές οικονομίες, αν μπορούσε ευκαιριακά να εγκλιματιστεί στις ετερόδοξες συνειδήσεις. Οι καθολικές κοινωνίες του ευρωπαϊκού νότου και η ορθόδοξη Ελλάδα της ευρωζώνης εμφανώς χρειάζονται κάποια δόση διαχειριστικού προτεσταντισμού. Η πολιτισμική διαφοροποίηση ευρωπαϊκού νότου και ευρωπαϊκού βορρά μπορεί αναντιλέκτως να συνιστά την συνολική πολιτισμική γοητεία του ευρωπαϊκού τοπίου! Συνιστά όμως ταυτόχρονα και την, όπως δυστυχώς διαφαίνεται, κυριότερη αιτία της δύσκολης ενδοευρωπαϊκής πολιτικο-οικονομικής επικοινωνίας. Η ουσία όμως έχει και μια πρόσθετη διάσταση που άπτεται αυτών καθ’ εαυτών των ιδρυτικών προϋποθέσεων της ΟΝΕ. Και η διάσταση αυτή είναι η εξής:

Η εισαγωγή του ευρώ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) υπήρξε ένα ομολογουμένως τεράστιο και παρακινδυνευμένο πολιτικό και οικονομικό εγχείρημα. Η απόφαση να συνενταχθεί ένας μεγάλος αριθμός ανομοιογενών και ασυμμετρικών εθνικών οικονομιών κάτω από ένα ενιαίο, ασφυκτικά αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο οικονομικής και νομισματικής πειθαρχίας, ικανής να στηρίξει μάλιστα ένα προαποφασισμένα (από την ίδια κυρίως τη Γερμανία) σκληρό νόμισμα, εγκυμονούσε εξαρχής εμφανείς «ασυμμετρικούς» οικονομικούς κινδύνους. Χωρίς μάλιστα να παρέχονται ταυτόχρονα από την ίδια την ιδρυτική συνθήκη της Ο.Ν.Ε επαρκείς θεσμικές εγγυήσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.



Οι κίνδυνοι είχαν εγκαίρως διαγνωστεί. Η αγγλοσαξωνική σχολή οικονομικού εμπειρισμού τους είχε έγκαιρα προβλέψει. Οι σοβαρές ενστάσεις διαπρεπών οικονομικών σχολιαστών δεν στάθηκε όμως δυνατόν να ματαιώσουν ή να αναστείλουν ένα ιστορικό εγχείρημα που ήταν πρωτίστως αυτοχρήμα πολιτικό. Αυτή ήταν άλλωστε και η πειστικότερη περί του ευρώ επιχειρηματολογία! Το ενιαίο νόμισμα άνοιγε το δρόμο για την ευρωπαϊκή πολιτική ενοποίηση με πλήρη επίγνωση των ενδιαμέσων μεταβατικών κινδύνων! Ο στοιχηματικός χαρακτήρας του εγχειρήματος ήταν συνειδητός και πολιτικά τόσο συναρπαστικός ώστε να συγχωρεί την τολμηρή ανάληψη των κατά τα άλλα διαφανέστατων κινδύνων. Η μοιραία συνδρομή της κρίσης του 2008 ήταν όμως επόμενο να αποκαλύψει με ιστορικήν αναλγησία τις διαστάσεις τους, με κραυγαλεότερη περίπτωση τον αδυνατότερο κρίκο της αλυσίδας που εξαρχής ήταν η Ελλάς.

Παρά την ομολογημένη επίγνωση των κινδύνων που συνεπάγονταν οι εγγενείς ιδρυτικές αδυναμίες της Συνθήκης του Μάαστριχτ (ασυμμετρίες και ανομοιογένεια των κρατικών οικονομιών-ανεπαρκής εξαρχής ολοκλήρωση του οικονομικού/δημοσιονομικού πυλώνα), η κρίση του 2008-9 συνέλαβε τους πάντες εξ απίνης! Μαζί με όλους τους υπόλοιπους εταίρους αιφνιδιάστηκε βεβαίως και η Γερμανία. Η γερμανική όμως κυβέρνηση αντιλήφθηκε γρήγορα ότι η δημοσιονομική κρίση όλων των ευάλωτων περιφερειακών και άλλων οικονομιών παρείχε την καταλληλότερη (κατά τη γνώμη της) ευκαιρία για εκ των υστέρων εξαναγκασμό των αποκλινουσών οικονομιών σε μια οικονομική και δημοσιονομική πρωτίστως πειθαρχία που θα ισχυροποιούσε την εξ αρχής ελλειπτική συμβατότητά τους με τις ούτως ή άλλως αυστηρές προδιαγραφές της Ο.Ν.Ε.

Αμ’ ‘επος, αμ’ έργον! Οι περιφερειακές οικονομίες έπρεπε να υποχρεωθούν σε βεβιασμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και σε μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική προσαρμογή με σκληρά και συμπυκνωμένα τριετή έως πενταετή προγράμματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που κανονικά θα απαιτούσαν χρονικό ορίζοντα ολόκληρης εικοσαετίας! Οι υποκαταστάσεις δανεισμού σε περιπτώσεις όπως η ελληνική χρεωκοπία έπρεπε να αξιοποιηθούν για την εφαρμογή ευκαιριακών μηχανισμών οικονομικού επανευαγγελισμού και ευρωκεντρικής θεογνωσίας. Η Γερμανία δεν αρνήθηκε να καταβάλει το μεγαλύτερο μέρος από το αναγκαίο δανειακό κόστος στήριξης του εγχειρήματος. Για να είναι όμως ο εξαναγκασμός επιτυχής, δεν θα έπρεπε να παρέχονται στις υπό αναγκαστική διαχείριση χώρες ενδιάμεσες διευκολύνσεις και αποπροσανατολιστικές χαλαρώσεις των πιέσεων, όπως τα μέτρα ειδικής χορήγησης ρευστότητας που απεργάζεται από το καλοκαίρι ο κ. Ντράγκι και η ΕΚΤ. Οι διευκολύνσεις αυτές κινδυνεύουν να χαλαρώσουν επικίνδυνα τον επιθυμητό ρυθμό της αναγκαστικής προσαρμογής!

Ιδού λοιπόν το σκεπτικό της Γερμανίας! Δεν στερείται ασφαλώς ούτε λογικής ούτε υψηλής πολιτικής σκοπιμότητας. Αποτελεί θεωρητικά μια στρατηγική για την μακροπρόθεσμη ισχυροποίηση του κοινού νομίσματος της οποίας όμως υποτιμήθηκε (προφανώς κάτω από την πίεση των περιστάσεων) το πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Συμπυκνωμένη δράση συνεπάγεται αναγκαστικά και συμπυκνωμένο οικονομικό κόστος, η μαζική συσσώρευση του οποίου ήταν επόμενο να εξουδετερώσει το πολιτικό/ιστορικό «πριμ ευκαιρίας» που η Γερμανία επιδίωξε να ενεργοποιήσει. Η πυκνότητα του πολιτικού εγχειρήματος έχει επαυξήσει σήμερα τις εσωτερικές αποκλίσεις της ΟΝΕ και έχει υπονομεύσει μεσομακροπρόθεσμα την προσπάθεια απορρόφησης του συσσωρευμένου κόστους.

Από την έναρξη της κρίσης η Γερμανία κατάφερε να κρατήσει την Ευρωζώνη ζωντανή και να αναδέχεται η ίδια το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για bail-outs των περιφερειακών οικονομιών χωρίς να θέσει σε σοβαρό πραγματικό κίνδυνο τον εσωτερικό της πλούτο. Τώρα όμως έφτασε κατά τα φαινόμενα η στιγμή που ο γερμανικός πλούτος απειλείται από τη δική της μεγαλοϊδεατική πολιτική σε μιαν απρόσφορη πολιτική ευρωπαϊκής οικονομικής ανασυγκρότησης. Αν οι ενδείξεις διαφαινόμενης ευρωπαϊκής ύφεσης εφεξής επιδεινωθούν, αποδυναμώνεται ταυτόχρονα και η ικανότητα της ίδιας της Γερμανίας να συνεχίσει να στηρίζει τις ευπαθείς οικονομίες, τις οποίες βεβαίως τότε η γενικευμένη ύφεση θα βυθίσει αναμφισβήτητα βαθύτερα στα τάρταρα ενός μακροπρόθεσμου οικονομικού παγετώνα. Ο κίνδυνος για τις γερμανικές εξαγωγές που αποτελούν το 51% του γερμανικού ΑΕΠ και στηρίζουν αποφασιστικά την γερμανική απασχόληση, είναι συνάμα ορατός. Αλλά για να αντιμετωπιστεί τώρα αποτελεσματικά ο κίνδυνος, δεν αρκεί να αναθεωρηθεί η αρνητική γερμανική στάση απέναντι σε πολιτικές ρευστότητας, όπως αυτές που επεξεργάζεται ο κ. Ντράγκι. Θα όφειλε ταυτόχρονα να κινητοποιηθεί δυναμικά (επενδυτικά) ένα μεγάλο μέρος από τα διαχρονικά συσσωρευμένα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας για να ενεργοποιήσουν τις αναπτυξιακές διαδικασίες στις εύθραυστες ευρωπαϊκές οικονομίες.

Από καιρό συνηθίζω να υπογραμμίζω στις δημόσιες παρεμβάσεις μου ότι η επαχθής δημοσιονομική προσαρμογή που η Γερμανία έχει από το 2010 επιβάλει στην Ευρώπη θα αρχίσει να αναθεωρείται ριζικά μόνον όταν η ίδια η Γερμανία αισθανθεί κατάσαρκα τα δυσμενή επίχειρα των οικονομικών της δογματισμών. Ιδού, φαίνεται ότι η ώρα πλησιάζει ...”