Τέλος Μνημονίου με γραμμή πίστωσης τα 12 δις του ΔΝΤ;

“Δύο δηλώσεις που έγιναν με διαφορά ολίγων ωρών αναδεικνύουν τον βαθμό δυσκολίας της διαπραγμάτευσης, που ατύπως έχει ξεκινήσει εδώ και ημέρες, για το μέλλον της Ελλάδας.
Χθες, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, τάχθηκε υπέρ της παροχής μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης προς την Ελλάδα, όταν ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει νωρίτερα πως η χώρα μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις της χωρίς νέα βοήθεια από Ευρωζώνη και ΔΝΤ.




Κυβερνητικά στελέχη ανέφεραν μετά τις δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ πως «είναι μια άποψη την οποία ακούμε», αλλά πρόσθεταν ότι «είμαστε σε διαπραγμάτευση με συγκεκριμένους στόχους, την οποία και συνεχίζουμε».
Ο πρωθυπουργός, σε χθεσινή του συνέντευξη στο Bloomberg, υποστήριξε πως επιδιώκει τον τερματισμό της βοήθειας που λαμβάνει η Ελλάδα από το 2010 και την παραίτηση από τις δόσεις των δανείων για την επόμενη διετία. Μάλιστα, δήλωσε ότι «αισθανόμαστε εντελώς άνετα» σχετικά με το ότι η χώρα μπορεί να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές ομολόγων. Ταυτόχρονα, όμως, έστειλε και μήνυμα συνεννόησης με τους επίσημους δανειστές και διατήρησης κάποιου είδους επιτήρησης της Ελλάδας, ώστε να καμφθούν οι ανησυχίες των αγορών, αναφέροντας ότι η μη εκταμίευση της οικονομικής βοήθειας δεν θα σημάνει «ένα διαζύγιο» με τους δημόσιους πιστωτές της Ελλάδας.
Από την πλευρά της, η κ. Λαγκάρντ αναγνώρισε την πολύ σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει η Ελλάδα, αλλά υπογράμμισε ότι «κοιτώντας μπροστά και για να συνεχιστούν τα καλά αποτελέσματα, η χώρα θα είναι κατά την άποψή μας σε καλύτερη θέση εάν είχε μια προληπτική υποστήριξη». Aφησε να εννοηθεί ότι η προληπτική γραμμή πίστωσης δεν θα έχει τα χαρακτηριστικά της επιτήρησης που υπάρχουν σήμερα. «Μιλάμε για εξέλιξη της σχέσης μας, αλλά πιστεύουμε ότι αυτή η σχέση μπορεί ακόμα να είναι εξαιρετικά επιβοηθητική για τη χώρα ώστε να προχωρήσει και τελικά να τα καταφέρει μόνη της. Ετσι, είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουν και πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αποτελεσματικό», είπε.
Η προληπτική πιστωτική γραμμή προβλέπει την παροχή ενός ποσού το οποίο δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσει η χώρα, παρά μόνο εάν το χρειαστεί, εάν δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές. Υπάρχουν δύο σενάρια:
1. Να δημιουργηθεί μια γραμμή πίστωσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).
2. Να μετατραπούν τα υπόλοιπα του δανείου του ΔΝΤ (12 δισ.) σε γραμμή πίστωσης.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει μια πλήρη και καθαρή απεμπλοκή του ΔΝΤ. Επίσης, κατ’ αρχήν δεν θέλει να πάρει πιστωτική γραμμή ούτε από τον ESM, στον βαθμό που αυτή θα συνοδεύεται από Μνημόνιο και προαπαιτούμενα. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος για τον οποίο απέρριψαν σχετική πρόταση η Ιρλανδία και η Πορτογαλία όταν ολοκληρώθηκε το δικό τους πρόγραμμα. Ωστόσο, οι δύο αυτές χώρες ήταν τότε -και εξακολουθούν να είναι- σε θέση να δανείζονται από τις αγορές πολύ φθηνά. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ελλάδα, για την οποία το κόστος δανεισμού στην παρούσα περίοδο έχει αυξηθεί σημαντικά, γεγονός που δυσχεραίνει τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης.
Επί της ουσίας η κυβέρνηση επιδιώκει τη δημιουργία ενός υβριδικού πλαισίου, μιας παραλλαγής της γραμμής πίστωσης από τον ESM, που θα διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας σε περίπτωση που χρειαστεί, χωρίς να συνοδεύεται ωστόσο με Μνημόνιο.
Δέχεται να δεσμευτεί σε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς και μεταρρυθμιστικούς στόχους, μέσω ενός ελληνικού προγράμματος, αλλά όχι μέσω ενός Μνημονίου, το οποίο θα φέρει και τη σφραγίδα των πιστωτών.
Επίσης, δέχεται και μια επιτήρηση, που θα είναι πιο χαλαρή από την υφιστάμενη, αλλά ταυτόχρονα θα καθησυχάζει τους επίσημους πιστωτές και τις αγορές.
Εξάλλου, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι είχε ξεκαθαρίσει προ ημερών ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα αγοράζει τίτλους ελληνικών τραπεζών εάν η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κάποιου είδους πρόγραμμα.
Η τοποθέτηση της κ. Λαγκάρντ έγινε λίγες ημέρες πριν συναντηθεί με τον κ. Γκ. Χαρδούβελη, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γ. Στουρνάρα και τον σύμβουλο του πρωθυπουργού Στ. Παπασταύρου, στην Ουάσιγκτον.”