Οι πολιτικοί αρχηγοί και η άτιμη η ζήτηση

“Μια από τις θέσεις του κ. Τσίπρα που αποτελεί κατά λέξη αντιγραφή των υποσχέσεων του κ. Σαμαρά (και προ αυτού του κ. Γ. Παπανδρέου κ.λπ.), είναι η περίφημη "ενίσχυση της ζήτησης".





Ο κ Σαμαράς την είχε σημαία του στα Ζάππεια και την θυμόταν με νοσταλγία μέχρι τουλάχιστον και τον Φεβρουάριο του 2014 (συνέντευξη στο Βήμα). Η θεωρία -προερχόμενη από τον άμοιρο Κέυνς, που έφυγε «νωρίς» -στα 63 του το 1946- και δεν έμαθε ποτέ πως τα πολιτικά συστήματα ανά τον πλανήτη βίασαν επί δεκαετίες την θεωρία του για να δικαιολογήσουν την ωμή εξαγορά ψήφων με πλαστές υποσχέσεις- αφορά τη δυνατότητα των χωρών να αναθερμάνουν την οικονομία τους, όταν αυτή διαθέτει ανενεργούς (και σε αντιστοιχία- matching) παραγωγικούς πόρους και έλλειψη ρευστότητας, εφόσον βέβαια μπορούν να αυξήσουν την ενεργό ζήτηση δανειζόμενες ή τυπώνοντας χρήμα.

Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι η σχετική συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα για τη χώρα σήμερα, εκτός αν βγούμε από το ευρώ. Διότι ούτε νόμισμα μπορούμε να τυπώσουμε, ούτε να δανειστούμε για να αυξήσουμε τα ελλείμματά μας. Και η έξοδος από το ευρώ σκοντάφτει στο γεγονός ότι έχουμε προσφάτως χρεοκοπήσει και κανείς δεν θα εμπιστευτεί το νόμισμά μας (ούτε στο εσωτερικό, ούτε στο εξωτερικό). Οπότε στο πλαίσιο οποιασδήποτε σοβαρής οικονομικής συζήτησης η Ελλάδα δεν μπορεί σήμερα να συζητά πολιτικές ενεργού ζήτησης. Τις άσκησε επί 30 χρόνια μέχρι χρεοκοπίας και για είκοσι χρόνια έχουν φύγει από το μενού των ρεαλιστικών κυβερνητικών επιλογών. Ακόμα δε κι αν ασκηθούν στην Ευρώπη (Ντραγκι κ.λπ.), η έκτασή τους θα είναι τελείως ανεπαρκής για να λύσει το δικό μας πρόβλημα.

Ακόμα όμως κι αν ο «Άγιος Βασίλης της ενεργού ζήτησης» εμφανιζόταν και μας έκανε ένα θηριώδες δώρο (μας έδινε ας πούμε επιπλέον 20 δις το χρόνο για δύο χρόνια), το μεγαλύτερο μέρος των πόρων αυτών θα έπρεπε να κατευθυνθεί σε ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων. Γιατί το όποιο δώρο που μπορεί να μας έκανε ο ξεχωριστός αυτός Άγιος Βασίλης θα είχε ημερομηνία λήξεως και τότε θα έπρεπε να το υποκαταστήσουμε με ζήτηση από τη διεθνή αγορά. Και σήμερα δεν μπορούμε καν να διεκδικήσουμε μερίδιο αυτής της ζήτησης (με εξαίρεση τον τουρισμό όπου διαθέταμε αναξιοποίητο δυναμικό που μας έδωσε μερικές καλές χρονιές), γιατί η χώρα δεν διαθέτει το πάγιο κεφάλαιο για να είναι ανταγωνιστική. Εδώ και χρόνια αποεπενδύουμε. Και χωρίς αντίστοιχο πάγιο κεφάλαιο το –καλό- ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτουμε μένει χωρίς δουλειά. Κι αν ακόμα προσωρινά βάλεις τους μισούς να σκάβουν τρύπες και τους άλλους μισούς να τις κλείνουν (ή στην περίπτωση της δικής μας κυβέρνησης τους μισούς να πίνουν καφέ στο Δήμο και τους άλλους μισούς να πίνουν καφέ στην καφετέρια απέναντι στο Δήμο, που δεν έχει τι να τους κάνει στα πεντάμηνα «κοινωφελούς εργασίας»), όταν τελειώσουν τα δανεικά το μόνο που θα σου μείνουν είναι φτυάρια και άδεια χάρτινα ποτήρια.
Όταν όμως δεν σε δανείζει κανείς και αντίθετα οι εταίροι σου σε κυνηγάνε για να πάρουν κάποια από τα λεφτά τους πίσω, η συζήτηση είναι άνευ αντικειμένου. Πρόκειται απλώς για χάντρες και καθρεφτάκια για ιθαγενείς.
Δυστυχώς αυτό το πολιτικό μήνυμα, να δώσουμε απόλυτη προτεραιότητα στις ιδιωτικές παραγωγικές επενδύσεις, είναι σήμερα εξαιρετικά αντιδημοφιλές. Οπότε όσοι βλέπουν την αναγκαιότητά του έχουν δύο επιλογές. Η μία είναι να πουν τερατώδη ψέματα (όσοι έχουν ψήγματα συνείδησης αυτοδικαιολογούμενοι ότι θα κάνουν παρόλα αυτά το σωστό όταν πάρουν την εξουσία) και τελικά, λόγω της διαπαιδαγώγησης της κοινής γνώμης στο ψέμα, να μην μπορούν, ακόμα κι αν ήθελαν, να κάνουν τίποτε αν τελικά πάρουν την εξουσία. Η δεύτερη είναι να πουν την αλήθεια και να επιμείνουν για όσο χρόνο χρειάζεται (εφόσον το αντέχουν), μέχρι που ο κόσμος να συνειδητοποιήσει τις πραγματικές επιλογές και να στηρίξει ο ίδιος μαζικά την σωστή πολιτική ...”