Ήλθε η ώρα να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας

“ «Να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις».
Το motto αυτό, σε διάφορες παραλλαγές, το έχουν πει πολλοί διάσημοι άνδρες στην διάρκεια της ιστορίας, σαν βασική αξία μιας πολιτικής ανεξαρτησίας και αυτεξουσιότητας.
Μου έρχονται στον νου μερικοί πρόσφατοι, όπως για παράδειγμα ο Μάο Τσε Τουνγκ.




Ακόμα και ο Γεώργιος Α. Παπανδρέου το χρησιμοποίησε, αρκετές φορές, στην κρίση του 2011, μάλλον σαν επιθυμία παρά σαν πραγματικότητα.
 
Η χώρα μας όμως είναι ένα παράδειγμα για το αντίθετο, της στήριξης δηλαδή σε δάνειες και εξωγενείς δυνάμεις. Δυνάμεις άλλων.
 
Αρχίζοντας από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, το οποίο στην ουσία αποφάσισαν και έφτιαξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, περνώντας στην περίοδο των Βαυαρών, οι οποίοι έφτιαξαν την αρχική δομή της διοίκησης, στην συνέχεια σχεδόν πάντα οι εξωγενείς παράγοντες ήταν αυτοί που έδιναν την αρωγή τους για να μεγαλώσουμε, να οργανωθούμε, να ευημερήσουμε.
 
Οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες δεν ήταν πάντα «ξένοι». Εκτός από τα διάφορα δάνεια και την ξένη βοήθεια, κατά περιόδους στήριξη προσέφεραν στο εφηβικό μας κράτος οι Έλληνες της διασποράς, είτε με την θέληση τους, είτε με την δυστυχία τους, ακούσια. Δεν ήταν μόνο οι «Εθνικοί Ευεργέτες» της περιόδου 1870-1920, ήταν και οι Μικρασιάτες της προσφυγιάς που λειτούργησαν σαν μηχανισμός οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά και οι Έλληνες της Ρουμανίας, της Πόλης, της Αιγύπτου, που ήλθαν μαζικά για να γλυτώσουν τους διωγμούς  την περίοδο 1950-1965 φέρνοντας μαζί τους την τεχνογνωσία τους και, σε όσο βαθμό μπόρεσαν, και τις περιουσίες τους. Βαυαροί, δάνεια του Τρικούπη, εθνικοί ευεργέτες, συμμαχία με την Αντάντ, Μικρασιατική προσφυγιά, Σχέδιο Μάρσαλ και δόγμα Τρούμαν, ομογενείς της κοντινής γειτονιάς μας, Ευρωπαϊκή Ένωση με τα διάφορα πακέτα της, μεταναστευτική ροή ξένων μετά το 1990, δάνεια της Μεταπολίτευσης, είναι μία αλυσίδα ενέσεων που δέχθηκε η κοινωνία μας και η οικονομία μας. Μόλις το ένα κύμα στέρευε, ερχόταν ένα άλλο, κατά μέσον όρο κάθε 15-20 χρόνια.
 
Το γεγονός, η θέαση μιας τέτοιας παραμέτρου ανάπτυξης της Ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας δεν ήταν, και δεν είναι, πάντα εύκολα ορατό από όλους μας. Συνηθισμένοι να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από την καθημερινότητα μας, είναι δύσκολο να καταλάβουμε την «μεγάλη εικόνα».


Και αυτή είναι ότι η χώρα μας, η κοινωνία μας, η οικονομία μας, ήταν από την ίδρυση της μέχρι και σήμερα στηριγμένη σε ξένα και σε δάνεια ποδάρια. Συνηθίσαμε πια να περιμένουμε από έξω την σωτηρία η την ευημερία μας. 
 
Μόνο που τα πράγματα έχουν δυσκολέψει αρκετά. Η Ευρώπη δεν θα είναι στο μέλλον όσο συνήθιζε γαλαντόμα και αλληλέγγυη, πιασμένη στα δίχτυα των δικών της αδυναμιών, καθώς η διεθνής ανταγωνιστική της θέση διαβρώνεται από την εκρηκτική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών. Ο Ελληνισμός της διασποράς δεν προβλέπεται, τουλάχιστον ορατά, να έλθει αρωγός με τον τρόπο που το έκανε στο παρελθόν. Οι διεθνείς αγορές θα μας αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό, στην καλλίτερη περίπτωση, για πολλά χρόνια στο μέλλον. Δάνεια ευημερία μάλλον δεν μπορούμε να έχουμε πλέον. Όσο για νέες επικερδείς «μεγάλες συμμαχίες», όπως μερικοί φαντασιώνονται με την Κίνα, είναι αμφίβολες, για όσους μπορούν να δουν τον τρόπο που αυτές γίνονται, στην πράξη, με χώρες του τρίτου κόσμου. Απλά, οι Κινέζοι δεν χαρίζουν χρήματα…
 
Λίγοι, και σοβαρά αποδυναμωμένοι, από τους εξωγενείς παράγοντες που βοήθησαν την Ελλάδα να καταλάβει μία θέση στις 30 πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, είναι σήμερα ενεργοί ακόμα. Και, αν μπορεί κανείς να διακινδυνεύσει μία πρόβλεψη για το μέλλον, θα είναι ακόμα πιο λίγοι και πιο αποδυναμωμένοι στο μέλλον.
 
Ήλθε η ώρα να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας. Η εφηβεία πέρασε και ήλθε η ώρα της ενηλικίωσης. Πρέπει να σκεφθούμε σοβαρά το motto της ανεξαρτησίας και της αυτεξουσιότητας, και να στηριχθούμε, πρώτα και κύρια, στις δικές μας δυνάμεις.
 
Δεν βλέπω τις πολιτικές δυνάμεις να το ασπάζονται, ακόμα. Η τρέχουσα συζήτηση είναι το ποιος είναι καλλίτερος να περιφέρει, για μία ακόμα φορά, τον δίσκο της επαιτείας στους ξένους, πολλούς από αυτούς φτωχότερους από εμάς, βαφτίζοντας την συμπεριφορά αυτή «διαπραγμάτευση». Ο δε ανταγωνισμός είναι ποιος θα κάνει την «σκληρότερη διαπραγμάτευση», όπως παλιά, την εποχή της αθωότητας, όταν ο Κ. Καραμανλής, σαν αντιπολίτευση, κατηγορούσε τον Κ. Σημίτη ότι δεν έκανε σκληρή διαπραγμάτευση, για να φέρει ακόμα περισσότερα χρήματα επιδοτήσεων από την Ε.Ε. Και, για να είμαστε δίκαιοι, κάπως έτσι έκανε αντιπολίτευση και το ΠΑΣΟΚ όταν δεν ήταν κυβέρνηση.
 
Φυσικά και δικαιούται ο καθένας να περιμένει κάτι παραπάνω από τον πακτωλό των Ευρωπαϊκών χρημάτων. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι αυτή είναι μία μάχη οπισθοφυλακής, δεν μπορεί πια να είναι μία στρατηγική για το μέλλον.
 
Η μόνη ασφαλής στρατηγική επιλογή είναι να αποφασίσουμε, σοβαρά και υπεύθυνα, ότι πρέπει από εδώ και μπρος να στηριχθούμε, πρώτα και κύρια, στις δικές μας δυνάμεις.
 
Όποιες και αν είναι αυτές ...”