Η χαμένη δεκαετία: σε αναζήτηση της “Κοινωνικής Ευρώπης”

Η σημερινή δημοσίευση γράφτηκε από τον Craig J. Willy για το Bertelsmann Foundation , στο οποίο επίσης θα την δημοσιεύσει.

Ο Νέος Δείκτης του Bertelsmann Stiftung της ΕΕ για την κοινωνική δικαιοσύνη δείχνει αδιαμφισβήτητα ότι: οι κοινωνικές συνθήκες, ιδίως όσον αφορά τη φτώχεια και την ανεργία, έχουν επιδεινωθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από το 2009, συχνά σε σημαντικό βαθμό.




Αυτό αντανακλά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, αλλά και την απάντηση της ευρωζώνης σε αυτήν, όπως "οι άκαμπτες πολιτικές λιτότητας που επιδιώκονται κατά τη διάρκεια της κρίσης και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην οικονομική και δημοσιονομική σταθεροποίηση που είχε, στις περισσότερες χώρες, αρνητικές επιπτώσεις όσον αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη” .

Ο Δείκτης προσθέτει:“ οι περικοπές που προκαλούνται από την κρίση, δεν χορηγούνται κατά τρόπο ισόρροπο σε όλο τον πληθυσμό”. Μόνο τρεις χώρες - το Λουξεμβούργο, η Γερμανία και η Πολωνία - έχουν δει σημαντική βελτίωση τα τελευταία χρόνια.

Ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης φαίνεται να κατασταλάζει σε μια “χαμένη δεκαετία” που χαρακτηρίζεται από την υψηλή μακροχρόνια ανεργία και την υποαπασχόληση, και με αδύναμη ή καθόλου οικονομική ανάπτυξη ( μάλιστα η ευρωζώνη γνώρισε μηδέν τοις εκατό ανάπτυξη κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ενώ η Ιταλία και η Γερμανία είχαν ύφεση 0,2 τοις εκατό ). Το ποσοστό της φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 1,7 πόντους, φτάνοντας στο 25,4 τοις εκατό, συμπεριλαμβανομένων των 28 τοις εκατό φτωχών παιδιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανεργία έχει φτάσει σε εμφανώς υψηλά επίπεδα σε πολλές χώρες.

Ο Δείκτης Κοινωνικής Δικαιοσύνης επισημαίνει ότι, ακόμη και όταν υπάρχει χαμηλή ανεργία “η εμφάνιση μιας διπλής αγοράς εργασίας γίνεται όλο και πιο εμφανής, με κακή κάθετη διαπερατότητα από τις ‘άτυπες’ εργασιακές σχέσεις (διευρυμένος τομέας με χαμηλούς μισθούς, προσωρινή απασχόληση) στις ‘κανονικές συνθήκες εργασίας’”. Ακριβώς όπως η συνδικαλισμένη εργατική τάξη της Δυτικής Ευρώπης έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό, η μεταπολεμική μεσαία τάξη της, φαίνεται επίσης να φθίνει.
Οι προκλήσεις μιας πολυεθνικής ένωσης
Η ΕΕ έχει προσπαθήσει να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα και είχε κάποια επιτυχία στη σταθεροποίηση της ευρωζώνης, αλλά οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έχουν την οδυνηρή επίγνωση των προκλήσεων, στη δημιουργία μιας πραγματικά “κοινωνικής Ευρώπης” και στην αντιμετώπιση των ατελειών του κοινού νομίσματος.

Το πρώτο πρόβλημα είναι η δυσκολία στη διαχείριση μιας πολυεθνικής ένωσης: είναι πολύ πιο εύκολο να υπάρξει δημόσια στήριξη της αλληλεγγύης (επιμερισμού του κινδύνου, μεταφοράς πλούτου) και των κυβερνήσεων συνεργασίας (σεβόμενης κοινών κανόνων) στο εσωτερικό μιας χώρας, παρά μεταξύ χωρών. Όπως παρατήρησε λακωνικά ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Mario Draghi : “Οι Ολλανδοί έχουν ένα πρόβλημα με την πληρωμή για τους Έλληνες, αλλά όχι με το να πληρώνουν για άλλους Ολλανδούς”.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι θεσμικό: η ΕΕ και η ευρωζώνη δεν είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος ή μια πραγματική κυβέρνηση, η οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τα ζητήματα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Αντ 'αυτού, πρέπει κανείς να εργαστεί με τους κανόνες που καθορίζονται στις ευρωπαϊκές Συνθήκες, με τις οποιεσδήποτε απαραίτητες προσαρμογές για την αντιμετώπιση των νέων προβλημάτων, να απαιτούν ομοφωνία μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων και νομοθετική δημιουργικότητα. Αυτό οδηγεί σε μια μεγάλη αναβλητικότητα στο δρόμο για συναίνεση και πολιτικούς ακροβατισμούς, καθώς κάθε κυβέρνηση διεκδικεί το μέγιστο των παραχωρήσεων για να συμφωνήσει.

Θέτοντας κατά μέρος την ευρωζώνη, οι κοινωνικές προκλήσεις της ΕΕ είναι πιθανόν διαχειρίσιμες ως τέτοιες. Σε γενικές γραμμές, η ανισότητα στις χώρες της ΕΕ είναι χαμηλή με βάση με τα παγκόσμια πρότυπα, σίγουρα πολύ χαμηλότερη από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες ή τις χώρες BRICS, ενώ οι Ευρωπαίοι είναι προσκολλημένοι σε κοινωνικά πρότυπα που είναι διαφορετικά στην εφαρμογή, αλλά παρόμοια στις ανησυχίες τους για κοινωνική δικαιοσύνη και στην ισορροπία μεταξύ αλληλεγγύης και ελευθερίας.

Αληθινά, ο ανταγωνισμός των χαμηλόμισθων από την Κεντρική-Ανατολική Ευρώπη, είτε με τη μορφή της μετεγκατάστασης ή της μετανάστευσης, μπορεί να ασκήσει πτωτικές πιέσεις στους μισθούς σε ορισμένες περιοχές και τομείς. Αυτή η πίεση θα μειωθεί καθώς θα αναπτύσσονται αυτές οι χώρες, και μάλιστα ορισμένες χώρες της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης - και ιδίως η Τσεχική Δημοκρατία, η Σλοβενία ​​και η Εσθονία - ήδη βρίσκονται υψηλότερα από ό, τι πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης στον Δείκτη Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η μετανάστευση της ΕΕ επιφέρει ένα καθαρό θετικό αποτέλεσμα στα εθνικά ταμεία της χώρας υποδοχής. Η σταδιακή αύξηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης των κοινωνικών standards μέσω νομοθεσιών, είναι ήδη εμφανής στον Κοινωνικό Χάρτη και η ντιρεκτίβα για τον χρόνο εργασίας, είναι εύλογη.
"Το παράδοξο Delors"
Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα στην ευρωζώνη. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τις κοινωνικές υποθέσεις László Andor υποστήριξε ότι οποιαδήποτε επίδραση της νομοθεσίας στα κοινωνικά πρότυπα της ΕΕ έχουν την τάση να εξουδετερώνεται από τις υπάρχουσες ανεπάρκειες του κοινού νομίσματος, βαφτίζοντάς το ως "το παράδοξο Delors": "Από τη μία πλευρά, έχουμε εισαγάγει την κοινωνική νομοθεσία για να βελτιώσει τα πρότυπα εργασίας και να δημιουργήσει θεμιτό ανταγωνισμό εντός της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, έχουμε φτιάξει μια νομισματική ένωση η οποία, μακροπρόθεσμα, βαθαίνει τις ασυμμετρίες στην κοινωνία και διαβρώνει τη φορολογική βάση για τα εθνικά κράτη πρόνοιας. "

Η ευρωζώνη λοιπόν χρειάζεται μεταρρύθμιση και πολιτική συνοχή. Αλλά η διαχείριση της νομισματικής ένωσης είναι εμφανώς πολύπλοκη - την νομισματική πολιτική την τρέχει η ΕΚΤ, τις διασώσεις οι υπουργοί με ομοφωνία, το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών δαπανών σε εθνικό επίπεδο, αλλά και με τα όρια ελλείμματος να επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους εθνικούς δικαστές - γίνεται σύγχυση ακόμη και απο τους Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, για παράδειγμα, μετά από τις κοινοβουλευτικές εκλογές της ΕΕ τον Μάιο, φαίνεται να ομολόγησε ότι ακόμα και ο ίδιος ήταν μπερδεμένος με το ευρώ-καθεστώς: "Η Ευρώπη έχει γίνει δυσανάγνωστη, ανησυχώ γι' αυτό το γεγονός, απόμακρη και για να είμαι ειλικρινής ακατανόητη, ακόμη και για τα κράτη".

Υπάρχει συναίνεση ότι μια σημαντική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη. Τα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη έχουν πει ότι η ελιτίστικη διαχείριση των προγραμμάτων διάσωσης/μεταρρυθμίσεων της "Τρόικας" - με επικεφαλής την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο - θα πρέπει να αντικατασταθεί με κάτι περισσότερο δημοκρατικά υπόλογο. Ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Jean-Claude Juncker, δήλωσε στις πολιτικές του προτεραιότητες: "Πρέπει να εξισορροπήσει τη σχέση ανάμεσα στους εκλεγμένους πολιτικούς και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την καθημερινή διαχείριση της Ευρωζώνης", συμπεριλαμβανομένου του μόνιμου προέδρου του EuroGroup των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης.

Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, πολλοί φαίνεται να θέλουν κάτι σαν μια πλήρη διακυβέρνηση για την νομισματική ζώνη. Ο Γάλλος οικονομολόγος Thomas Piketty, ο οποίος έχει προσελκύσει την παγκόσμια προσοχή για την εργασία του σχετικά με την ανισότητα, έχει εκφράσει την άποψη ότι τουλάχιστον είναι απαραίτητο ένα "Κοινοβούλιο της Ευρωζώνης", που συλλογικά να καθιστά την κυβέρνηση υπόλογη και να αποφασίζει τα επίπεδα του ελλείμματος και την ποσότητα των κοινών χρεών που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών. Και ο Jörg Asmussen, ο γραμματέας του γερμανικού Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων πρόσφατα έγραψε: "Και κατά την άποψή μου, ο πυρήνας της ολοκλήρωσης είναι η Ευρωζώνη με το δικό της κοινοβούλιο και τον δικό της προϋπολογισμό που παρέχονται από δικές της πηγές εσόδων της - με τη Γερμανία και τη Γαλλία σε θέση ειδικής ευθύνης για την υλοποίησή της".

Το Bertelsmann Stiftung έχει μελετήσει περαιτέρω τη δυνατότητα ενός σημαντικού κονδυλίου της ευρωζώνης μέσω ενός συστήματος παροχών ανεργίας στην ΕΕ, το οποίο και θα σταθεροποιήσει την νομισματική ένωση κατά τη διάρκεια οικονομικών κλυδωνισμών και θα συμβάλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Χωρίς καμμία συνεκτική στρατηγική κατοχύρωσης της κοινωνικής δικαιοσύνης εντός της ΕΕ
Δυστυχώς, το να συμφωνήσει κανείς ότι η μεταρρύθμιση είναι απαραίτητη, δεν είναι το ίδιο με το να συμφωνήσει για το ποιές θα πρέπει να είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις. Σε πολλές χώρες υπάρχει ελάχιστη διάθεση για την επίπονη διαδικασία της αλλαγής της Συνθήκης, η οποία θα επιφέρει μεγάλη ήπειρο, μια ευρεία συζήτηση και μια ομόφωνη επικύρωση από τα 28 κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένων πιθανών δημοψηφισμάτων. Με την ευρωσκεπτικιστική διάθεση στο μέγιστό της όλων των εποχών σε πολλές χώρες, το να μεταφερθει ακόμη περισσότερη δύναμη στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, θα μπορούσε δύσκολα να δικαιολογηθεί στους ψηφοφόρους.

Η ΕΕ και οι εθνικοί ηγέτες θα πρέπει πιθανότατα να ελιχθούν ανάμεσα στο ισχύον σημερινό πλαίσιο και στα οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα των πολιτών όσο καλύτερα μπορούν. Ο χρόνος έχει τεράστια σημασία, καθώς όπως σημειώνει ο Δείκτης Κοινωνικής Δικαιοσύνης: «Σε περίπτωση που αυτές οι κοινωνικές διαιρέσεις παραμείνουν για κάποιο χρονικό διάστημα, ή ακόμη χειρότερα επιδεινωθούν περαιτέρω, αυτό θα θέσει σε κίνδυνο τη μελλοντική βιωσιμότητα του συνόλου του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Αλλά μέχρι στιγμής "εννοιολογικά συνεκτική στρατηγική στόχευση κοινωνικής δικαιοσύνης σε ολόκληρη την ΕΕ δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ρητά".