Είμαστε και οι ΠΡώΤοι στην ποσότητα της εκπαίδευσης

Τα όρια του κόσμου μας είναι τα όρια της γλώσσας μας, έλεγε ακριβολογώντας ο Ludwig Wittgenstein.
Ε, λοιπόν, φαίνεται πως τα όρια αυτά έχουν δραματικά στενέψει και η έκταση του κόσμου έχει επικίνδυνα περιοριστεί στη χώρα μας.



Μετά τις ανακοινώσεις Σαμαρά για το δήθεν «άλμα» της ανταγωνιστικότητας, το μαγικό «πρόγραμμα» Τσίπρα, αλλά και άλλες «προτάσεις» και απόψεις που πέφτουν τελευταία σωρηδόν από όλες τις πλευρές, διαπιστώνει κανείς με απελπισία πως είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί ο χείμαρρος της ανοησίας αναλύοντας κάθε μπαρούφα χωριστά.

Οι μπούρδες παράγονται με ρυθμό καταιγιστικό, ενώ η εξουδετέρωσή τους απαιτεί σοβαρή δουλειά, χρόνο και τεκμηρίωση για κάθε μια από αυτές. Μάταιη προσπάθεια. Σαν μερικοί αλλοπαρμένοι πυροτεχνουργοί να προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν το χαλάζι από βόμβες που έριχναν τα σμήνη των αεροπλάνων στη Δρέσδη.

Φρασούλες ημιτελείς και άκοπες, που παράγονται κατά χιλιάδες, κατά εκατομμύρια, και από υποτιθέμενα σοβαρούς ανθρώπους, κομματικά προγράμματα, ανακοινώσεις, απόψεις, «προτάσεις» για κάθε θέμα. Ιδέες χωρίς ιδρώτα, χωρίς ρίζες. Λέξεις, λίθοι, πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα, που επιχειρούν να στηρίξουν τιτάνια συμπεράσματα, ουρανοξύστες επιστημοσύνης.

Αυτή η γενικευμένη επιστημονικοφανής γνωμολογία κατά ριπάς, έχει γίνει κάτι σαν μια ακατάσχετη καθολική ασθένεια. Πρόκειται για μια πανδημία από μπούλετ, που επιχειρούν να συνοψίσουν το κατακερματισμένο, το δίχως ειρμό. Προγράμματα κομμάτων και σχέδια για το μέλλον σαν μοναχικά powerpoint, κρεμασμένα στο κενό, δίχως το κείμενο και την τεκμηρίωση που δικαιολογεί την ύπαρξή τους. Αυτό που υποτίθεται πως είναι εκεί για να συνοψίσουν. Γνώμες επί παντός του επιστητού. Που δεν ζητήθηκαν ποτέ. Μοναχικές φράσεις και ενδελεχείς παρεμβάσεις του κάθε ενός, δημοσιογράφων, πολιτικών, πανεπιστημιακών, μαγείρων, τραγουδιστών, καθαριστριών, άσχετων για κάθε τι, ορατό και αόρατο. Συμπεράσματα που μοιάζουν με αποφάνσεις χωρίς προκείμενες.

Το πιο ανησυχητικό είναι πως όλα τούτα δεν προέρχονται πλέον μόνο από ανθρώπους του γλωσσικού θορύβου, από τους μπουλετάδες της κακιάς ώρας. Είναι από περιοχές πέρα από το αναμενόμενο. Έχουν παρεισφρήσει παντού. Είναι ανάμεσά μας.



Όλοι μιλούν για τα πάντα. Ανεξάρτητα από τη γνωστική τους υποδομή, από τη διαδρομή, από διαδικασίες ελέγχου και επικύρωσης, από το ειδικό τους βάρος, πετούν τα μπούλετ τους σαν σφαίρες σε όλα τα δημόσια fora, σε κάθε βήμα. Το ψαγμένο αναμιγνύεται με το αβαθές, το σοβαρό με το φαιδρό , η επιστήμη και η πολιτική με το καφενείο. Όλα ένας συγκινησιακός χυλός.

Πώς μιλούσαν παλιά για τους σεισμούς προσπαθώντας να ξορκίσουν τον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου μπροστά στην απρόβλεπτη ισχύ της φύσης, με την ψευτοεπιστημοσύνη του καφενείου; Οι μισοί Έλληνες Βαρώτσοι κι οι άλλοι μισοί Παπαζάχοι, που μετρούσαν τα ρίχτερ στα καφενεία με το κομπολόι των ύπουλων πρόδρομων ραδιοσημάτων;

Τώρα όλοι ομιλούν για τους οικονομικούς πολλαπλασιαστές, τους δείκτες, την αρχαιολογία, τα hedge funds, τις χρονολογήσεις, τη φιλοσοφία, τις θέσεις στην ανταγωνιστικότητα, το έλλειμμα και τα «πρωτογενή», την οικονομική ισορροπία, τους οικονομικούς κύκλους, την έρευνα, τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου, των πανεπιστημίων. Είναι τόσο μεγάλη μάλιστα η σύγχυση, που μες στην υστερική χαρά τους καμιά φορά ανακατεύουν και τους όρους. Χρονολογούν τα ελλείμματα, κάνουν ωρολόγιο πρόγραμμα στις ανασκαφές, χοροπηδούν πάνω από 111 θέσεις ανταγωνιστικότητας (!) σε 144 χώρες και άλλοι το αναπαράγουν μαζικά δίχως να αναρωτηθούν τίποτα, αν κάτι ακούγεται στραβά, αν στέκει η πληροφορία, αν έχει κάποιον μέγα-λάκκο η φάβα. Πετύχαμε το άλμα γιατί, λένε οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού, μπορείς ν’ ανοίξεις εύκολα μιαν επιχείρηση στη χώρα μας πλέον.

Μα βέβαια. Δεν είναι όμως εύκολο να την λειτουργήσεις ή να την κλείσεις, παραμένοντας όμηρος του εφόρου, του ΟΑΕΕ, της ανάπηρης δικαιοσύνης, της μίζας, των αδειοδοτήσεων, των διοδίων, των κλειστών δρόμων, της πιστωτικής ασφυξίας, του υπουργού οικονομικών, και πάει λέγοντας.
Στην πραγματικότητα η χώρα μας βρίσκεται μακριά από τις ανεπτυγμένες χώρες, στην 81η θέση στη γενική κατάταξη στον παγκόσμιο δείκτη ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, 45 θέσεις μετά την Πορτογαλία, σημειώνοντας μια πρόοδο σε σχέση με το περασμένο έτος σε ορισμένους υποδείκτες.

Βρίσκεται σχετικά εγγύτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, όσoν αφορά τις υποδομές (36η θέση), την υγεία και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (41η), με αρκετές αντιφάσεις βέβαια.

Σέρνεται όμως πίσω στις τελευταίες θέσεις, κατεβαίνοντας στην γενική κατάταξη, από τους απελπιστικούς δείκτες στην ανάπτυξη των χρηματαγορών και την πρόσβαση σε κεφάλαια (130η στις 144 χώρες του πλανήτη), την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς εργασίας όπου κυριαρχεί ο αποκλεισμός των νεοεισερχόμενων (118η), στην καινοτομία (80η), στη λειτουργία των αγορών (85η). Και κυρίως στους θεσμούς: 85η. Με τους υποδείκτες αυτού του τελευταίου που μας χαρίζουν την τιμητική θέση ανάμεσα στους ουραγούς του πλανήτη. 90η στη διαφθορά, 106η στην εμπιστοσύνη στους πολιτικούς, 114η στις παράνομες πληρωμές και μίζες στην εφορία, 109η στην ευνοιοκρατία στις κυβερνητικές αποφάσεις, 129η (!) στην αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, 136η (!!) στο βάρος της υπερρύθμισης των πάντων (δηλαδή τελικά του τίποτε), 120η στη διαφάνεια της χάραξης κυβερνητικής πολιτικής, 99η στην επιχειρηματική ηθική, 124η στην αποτελεσματικότητα των διοικητικών συμβουλίων των εταιρειών της.

Αυτές οι δυο τελευταίες «επιχειρηματικές επιτυχίες» υποκρύπτουν και τις «αρπαχτές» των εργοδοτών εκείνων που, μολυσμένοι από τον ίδιο ιό, χειρίζονται τις επιχειρήσεις τους σαν οικογενειακά μπακάλικα του 19ου αιώνα και συμπεριφέρονται στους εργαζόμενους όχι μόνο πέρα από τους έτσι κι αλλιώς διαβλητούς και ανεφάρμοστους νόμους και κανόνες, αλλά πέρα και από τους όρους επιβίωσης και αξιοπρέπειας. Δωδεκάωρα απλήρωτα, ρεπό που δεν υπάρχουν, αυταρχική συμπεριφορά, ανύπαρκτη σύγχρονη εταιρική κουλτούρα στο οικογενειακό μαγαζί.



Πώς λέγανε παλιά οι γιαγιάδες από εύπορες αγροτικές οικογένειες, «είχαμε τους καιρούς εκείνους και καμιά δεκαριά δούλους στο κτήμα, που τους φροντίζαμε, τους δίναμε κι ένα κομμάτι φαΐ». Κι όλοι τούτοι οι νέοι «δούλοι», απελπισμένοι και δημιουργικοί, δίχως χρόνο να σκεφτούν, χωρίς προοπτική, ταπεινωμένοι από τη ζωή, οδηγούνται κατευθείαν στη συνολική άρνηση, στον καθολικό παραλογισμό. Κουρασμένοι, αδύναμοι, θυμωμένοι με τα αφεντικά-φεουδάρχες, καταλήγουν στην πεποίθηση πως δεν έχουν τίποτε παραπάνω να χάσουν, στο εκτονωτικό θερμοκήπιο των μεταφυσικών ψευτοαριστερόστροφων μπούλετ και των απλοϊκών ακροδεξιών τσιτάτων του μίσους.

Ας επιστρέψουμε όμως στην ανταγωνιστικότητα. Δραματικές αντιφάσεις διαπιστώνει κανείς στους δείκτες της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης που μοιάζουν εγγύτεροι στις ανεπτυγμένες χώρες, στην 39η θέση. Όμως όχι. Πάλι οφθαλμαπάτη. Αν σηκώσεις το χαλί και δεις από κάτω, από τι συνίσταται ο δείκτης, πώς προκύπτει το 39 τούτο, ξεπετιέται το απίστευτο: 1η (!!!) είναι η χώρα στην ποσότητα της εκπαίδευσης και ειδικά στην τριτοβάθμια. Όμως είναι 111η στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, 89η στη διοίκηση των σχολείων, 101η στην επαγγελματική κατάρτιση, 119η στην εκπαίδευση του προσωπικού. (βλέπε World Economic Forum Global Competitiveness Index 2014-2015).

Έτσι λοιπόν καλή ώρα παντού, οι φλύαροι άνθρωποί μας, πανεπιστήμονες, δημοσιολογούντες, δημοσιογράφοι, σχολιαστές, για να στηρίξουν τις μπουλεταρισμένες τους ανοσιότητες, αναφέρονται ευθαρσώς με ύφος καρδιναλίων και πατριαρχών σε ανθρώπους το ειδικό βάρος των οποίων αγνοούν, σε δεδομένα που μισοξέρουν, σε αποσπάσματα και στοιχεία οικονομικά, επιστημονικά, περιβαλλοντικά, τεχνολογικά, που αδυνατούν να ελέγξουν. Συγχέουν (ανάλογα με τα κολλήματα του καθενός και το κοινό του) τον Κέυνς με τον Μαρξ, τον Ιερό Αυγουστίνο με τον Αυγουστίνο Καντιώτη, τους εφοριακούς με τους αρχαιολόγους.

«Όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς, και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!» έλεγε ενάμιση αιώνα πριν ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Τούτη σήμερα φαντάζει η καλή εκδοχή. Δυστυχώς έχω την εντύπωση πως η σύγχυση στη σημερινή Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που περιέγραφε ο μεγάλος κοσμοπολίτης Έλληνας συγγραφέας.

Καθώς και πάλι δεν βγαίνουν τα νούμερα, μετά από τέσσερα χρόνια ψυχοδράματος (κάθε μέρα πεθαίνουμε και δεν πεθαίνουμε) η απελπισία θέριεψε πλέον σε μπουλετικό φαντασιακό παροξυσμό σε κάθε χώρο. Λογικό και παράλογο, παλαιοκομματικό και μοντέρνο, ακραίο και μη. Όλα μοιάζουν να ’χουν γίνει ένα.



Αν το δει κανείς από ψυχολογική άποψη, οι πολιτικοί, οι επιστήμονες, οι απλοί πολίτες, ακόμη και οι σοβαρότερα σκεπτόμενοι ανάμεσά τους, χτίσαμε έναν θολό γυάλινο πύργο από μπούλετ, ένα φαιδρό νοητικό καταφύγιο και κλειστήκαμε μέσα. Κι αμολούμε τις φανφαροφρασούλες από τα παράθυρα, από τα ψηφιακά λαγούμια, κι αυτές απλώνονται και μολύνουν τα πάντα. Με το που σκάνε κάπου, με το που έρχονται σε επαφή με μια ζωντανή συνείδηση, εκκολάπτονται εντός της και τη μεταμορφώνουν σε μιντιακό θέαμα, σε ψηφιακό καφενείο, μέχρι που να την ακυρώσουν τελείως. Ίσαμε να εξουδετερώσουν τον ξενιστή για ν’ απλωθούν από τη φυσική τους κρύπτη, ανούσια κείμενα και λόγια, που μετατρέπονται σε γλωσσικά ζόμπι, και να μεταδοθούν ακαριαία σε νέα μυαλά, σε νέες συνειδήσεις. Κι όποιος κάνει περισσότερο θόρυβο, αντί για ένα ευγενικό ή λιγότερο ευγενικό «σώπα!» περιμένει τη «δίκαιη ανταμοιβή». Που έρχεται πάντα, σε χρήμα, σε ψήφους, σε θέσεις. Αυτός είναι ο μηχανισμός αναπαραγωγής του ιού. Εκεί βρίσκεται η πρωτεΐνη υποδοχής του. Η χώρα έχει ήδη προσβληθεί από τον θανατηφόρο ιό των έωλων μπούλετ, από τον έμπολα της ατάκας, που προκαλεί την ακατάσχετη αιμορραγία της επίπονης γνώσης και λογικής.

Σε όποιον γνωρίζει να διαβάζει τους αριθμούς είναι προφανές ότι όπως το 2009 έτσι και σήμερα πορευόμαστε εκτός ελέγχου. Αλλά τούτη τη φορά τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα: οι εξαγωγές μειώνονται συνεχόμενα από χρόνο σε χρόνο παραδόξως, παρά τις μειώσεις των αμοιβών των εργαζομένων κατά 30% περίπου, η ανταγωνιστικότητα στα κρίσιμα πεδία δεν έχει ανακτηθεί, αλλά έχει υποχωρήσει. Το μακροοικονομικό περιβάλλον και το τραπεζικό σύστημα είναι περισσότερο επισφαλές, πρόσβαση σε κεφάλαια δεν υπάρχει, επενδύουμε λιγότερο κι από τις αποσβέσεις ακόμη, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, δηλαδή από το απαραίτητο για να ανανεωθούν στο επίπεδο που βρίσκονται οι υφιστάμενες υποδομές δημοσίου και επιχειρήσεων. Επομένως αποεπενδύουμε, δηλαδή μετατοπιζόμαστε προς την υπανάπτυξη ταχέως, ενώ οι άλλοι προχωρούν μπροστά.

Εκτός από τις «έτοιμες» υποδομές, δημόσιες και ιδιωτικές, που αναλώνουμε για να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε, στερεύουν και τα «έτοιμα» των αποταμιεύσεων των πολιτών. Κατάσχονται σταδιακά από το κράτος μέσω της υπερφορολόγησης επί μη εισοδημάτων. Το πιο ανησυχητικό από όλα όμως: η χώρα σταδιακά ερημώνει. Εχασε το 10% του παραγωγικού δυναμικού της, το πιο παραγωγικό μάλιστα, σε λίγα χρόνια χρόνια, 300 με 400 χιλιάδες Έλληνες και αλλοδαπούς κατοίκους της που την εγκατέλειψαν για ν’ αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Κι άλλα δυο εκατομμύρια, το 30% του παραγωγικού πληθυσμού, το 70% των νεώτερων, των πιο δημιουργικών, δεν μπορεί να βρει κάτι να κάνει για να παράγει κάτι τις παγιδευμένο στη μαζική ανεργία.

Δίπλα μας μαίνονται τρεις μεγάλοι πόλεμοι: στην Ουκρανία, στο Ιράκ, στη Συρία. Νέες πηγές αστάθειας εμφανίζονται ενώ ακραίες, συντηρητικές, οπισθοδρομικές και νέο-αυταρχικές εξουσίες κυριαρχούν σε σημαντικές χώρες όχι μακριά από τη γειτονιά μας. Και οι ίδιες απόψεις και τάσεις επικρατούν σταδιακά μέσα στο σπίτι μας. Δεν «εκφράζονται» πλέον πολιτικά στο περιθώριο του καθεστώτος. Είναι το καθεστώς. Επιβάλλουν την ατζέντα, ρυθμίζουν τις προτεραιότητες, αποκλείουν θέματα και ανθρώπους από τις συζητήσεις. Πλείστα τα παραδείγματα. Από την απαίτηση για ίδια αστικά δικαιώματα για όλα τα ζευγάρια ανεξαρτήτως φύλου ως την κατάργηση των δημόσιων και ιδιωτικών ολιγοπωλίων και των προσόδων και το άνοιγμα των αγορών κάθε είδους (εργασίας, αδειών, επιχειρήσεων) στους «απέξω». Σε όσους δεν είχαν άκρες για να βρεθούν «μέσα», γιατί δεν λειτουργούν με τους όρους του συστήματος.

Οτιδήποτε απειλεί το μεσαιωνικό οικοδόμημα αποτάσσεται μετά βδελυγμίας ή έστω με κάποια λόγια συμπάθειας και καταδικάζεται στη λήθη: «Άστο γι’ αργότερα». Έτσι απλά! Άκρα του τάφου σιωπή κι ένα εικονικό παραλήρημα παραδίπλα.

Τούτες τις νέο-αυταρχικές και βαθειά οπισθοδρομικές τάσεις τις προσκυνούν οι περισσότεροι υπόρρητα. Ακόμη και αυτοί που επιφανειακά ισχυρίζονται πως τις «πολεμούν λυσσαλέα», τις ασπάζονται στα μουλωχτά στην πολιτική τους ατζέντα μαζί με τα λείψανα και τις εικόνες, όλων των ειδών.

Κι όμως, κανείς συναγερμός δεν ηχεί. Καμιά σειρήνα δεν χτυπά. Κανείς δεν προτείνει ένα παραγωγικό μοντέλο βιώσιμο, από τι θέλουν να ζει η προικισμένη κι άμοιρη τούτη χώρα σε πέντε χρόνια από σήμερα. Όχι από τα πετρέλαια του τεμπέλη, τις αποζημιώσεις για τους περσικούς πολέμους ή τα φανταστικά λεφτά που θέλουν να πετάξουν οι Κινέζοι και οι Ρώσοι. Ούτε από επιδοτήσεις και αγύριστα δάνεια. Αλλά τι θέλουμε να παράγει, τι να πουλάει, τι να εξάγει. Τουρισμό, εμπόριο, καινοτομία, τεχνολογίες, τρόφιμα, κάτι βρε αδελφέ. Κι ύστερα με ποιον τρόπο πάμε εκεί. Τι μεταρρυθμίζουμε, τι αλλάζουμε, τι καταργούμε, τι επενδύουμε, τι θυσιάζουμε για να το πετύχουμε. Αντιθέτως εμείς πορευόμαστε εν ειρήνη, γαλήνια, υποψιασμένοι ανυποψίαστοι, θύματα του τρομερού γλωσσικού ιού, παραληρώντας μπούλετ και αναμασώντας αρχαιολογικά ταφικά ευρήματα.

Η δική μας ασθένεια (προερχόμενη από περιοχές του πλανήτη που έχουν μολυνθεί από ένα είδος θρησκευτικού εθνικισμού ανακατεμένου με μια γερή πρέζα παρωχημένης οικογενειοκρατίας και μια χορταστική δόση ημιμάθειας) δεν έχει απειλήσει ακόμη πολύ σοβαρά τις πολιτισμένες χώρες, παρότι εντοπίστηκαν κάποια κρούσματα και στην Ευρώπη. Αλλά μην αμφιβάλλετε καθόλου. Η Διεθνής Κοινότητα, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σύντομα θα χτυπήσουν συναγερμό. Και τότε τα σύνορα θα κλείσουν, οι ψηφιακές λεωφόροι θα αραιώσουν κι άνθρωποι με στολές, μάσκες και ωτοασπίδες θα αρχίσουν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας όσο εμείς θα τους κοιτούμε απορημένοι, στη δική μας διάσταση, στη δική μας απομόνωση, στον δικό μας αναπόδραστο δρόμο. Όσο τραβάμε εκείνο το «ένα μονοπάτι πονηρό, που πάει ντουγρού στην κατηφόρα τη μεγάλη».

Το 1939, η Βρετανική Κυβέρνηση τύπωσε μια αφίσα με μια πολύτιμη συμβουλή, σε δυόμισι εκατομμύρια αντίτυπα, ενόψει του επερχόμενου Blitz, των μαζικών βομβαρδισμών του Λονδίνου και των άλλων πόλεων της Βρετανίας, που όμως τότε δεν κυκλοφόρησε. Ανακαλύφθηκε χρόνια μετά, το 2000, σε λιγοστά πολύτιμα αντίγραφα. Οι Βρετανοί και χωρίς την αφίσα την έλαβαν υπόψη τους τη συμβουλή, που, μαζί με τον Winston Churchill, αποδείχθηκε σωτήρια και για τους ίδιους αλλά και για εμάς. Πολύτιμη και ίσως εξίσου σωτήρια και για τους καιρούς που έρχονται στον τόπο μας.

Keep calm and carry on”