1. Αριστερός και με τη βούλα. Ταμάμ σε μια χώρα που όλοι δηλώνουν αριστεροί προσπαθώντας να ζήσουν με συντάξεις και επιδόματα από τη φορολόγηση των «άλλων».
2. Παρών. Ή, αλλιώς, «ήμουν κι εγώ εκεί». Και τι έκανα; Τίποτα. Απλώς έλεγα «παρών» και έφευγα. Ούτε ναι, ούτε όχι. Ούτε μπροστά, ούτε πίσω. Ό,τι πρέπει για μια χώρα ακινησίας, βαθειάς συντήρησης, και ανευθυνότητας που περιμένει πάντα από τους «έξω» (το ξανθό γένος, τον Μόσκοβο, τους Εγγλέζους, τους Αμερικάνους, τους Νεφελείμ...) να έρθουν να τη σώσουν. Και ταυτοχρόνως τους βρίζει, είτε έρθουν είτε όχι.
3. Μελιστάλαχτος κενολόγος. Με τον μπάρμπα-Φώτη, το να μιλάς μια ώρα και να μην λες τίποτε, έχει αναχθεί σε επιστήμη και σε ειδική λογοτεχνική κατηγορία ταυτοχρόνως. Διακρίνεται και ο Βενιζέλος σ’ αυτό, αλλά το κάνει μοβόρικα. Δεν έχει το μειλίχιο ύφος του εξομολόγου που ό,τι και να του πεις, ξέρεις ότι στο τέλος θα σου συγχωρεθούν οι αμαρτίες και θα πιάσεις και το καλύτερο στασίδι στον Παράδεισο. Ο μπάρμπα-Φώτης θα μπορούσε να ιδρύσει θρησκεία και να πείσει τους πιστούς ότι ξέρει τη μαγική συνταγή π.χ. στο ασφαλιστικό με την οποία θα αυξηθούν οι συντάξεις, θα μειωθεί το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης και θα μειωθούν και οι εισφορές. Οι ανακοινώσεις της ΔΗΜΑΡ έχουν πάντα ένα «από την άλλη μεριά...» ή «παράλληλα όμως...» στοιχείο που καθησυχάζει τον Ελληναρά, που αρνείται να αποδεχθεί ότι αντιφατικά πράγματα δεν είναι δυνατόν να ισχύουν ταυτοχρόνως.
4. Προστατεύει τις μειονότητες. Στα λόγια βέβαια, αλλά σε μια χώρα που δεν έχει προχωρήσει ούτε ρούπι από τα λόγια, είναι υπερεπαρκής. Κυρίως επειδή κάθε Έλληνας αισθάνεται ότι ανήκει σε μια αδικημένη μειονότητα: είναι γεννημένος, ας πούμε, μετά το ’45 και δεν πρόφτασε να πάρει σύνταξη αντιστασιακού (δεν παίρνω και όρκο...) ή ο βουλευτής Λαμογιόπουλος τον διόρισε στη ΔΕΗ, ενώ τα φιλαράκια του τα διόρισε στον Οργανισμό Μελέτης Αναφυλαξιών του Πετροχελίδονου που έχει έδρα ένα τετράγωνο από το σπίτι του, ή κατάβρεξε απλώς το βαμβάκι ενώ οι άλλοι στον συνεταιρισμό το έκαναν υποβρύχιο και πληρώθηκαν όλα τα κιλά.
5. Έχει συνεργάτες τρισχειρότερους από αυτόν. Βλέποντας τις υπουργικές θητείες Ρουπακιώτη και Μανιτάκη, τον μπάρμπα-Φώτη τον λες και εκρηκτική προσωπικότητα. Ακούγοντας να «αγορεύει» η Γιαννακάκη, τον αισθάνεσαι και ως μετεμψύχωση του Στέντορα. Πρότυπο για κάθε κομπλεξικό Ελληναρά. Μη σε νοιάζει πόσο χαμηλά βάζεις τον πήχυ. Αρκεί οι συνεργάτες σου να τον βάζουν ακόμα χαμηλότερα!
Ο μπαρμπα-Φώτης είναι όλο το πολιτικό σύστημα σε έναν. Ο Βιντάλ-Σασούν της μεταπολίτευσης. Κι ο ονειρεμένος παππούς της: δεν την μαλώνει ποτέ, της λέει παραμύθια, τη νανουρίζει, τη βάζει για ύπνο. Εμβληματική μορφή για την πολιτική και για τον «μέσο ψηφοφόρο», που έψαχνε πάντα την αγκαλιά ενός Μορφέα. Κι απ’ ό,τι φαίνεται δεν έχει σκοπό να ξυπνήσει.”