O αποκεφαλισμός ... δεν πρέπει να εκπλήσσει


“Από την εποχή του Ροβιεσπέρου μέχρι τα σύγχρονα (αριστερά/επαναστατικά) αντάρτικα και από τον Γρίβα Διγενή μέχρι τη Διεθνή Ταξιαρχία «Σιμόν Μπολιβάρ» στη Νικαράγουα, ο «τερορισμός» σαν πράξη βίας με στόχο να επιφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στο ηθικό του εχθρού αποτελούσε συνήθη πρακτική.




Οι τζιχαντιστές έστειλαν ένα μήνυμα προς τη Δύση (ΗΠΑ και ΕΕ) αλλά κι ένα μήνυμα προς τον εσωτερικό εχθρό (Ιράν, σιίτες), ότι δεν διστάζουν να αποκεφαλίσουν έναν άνθρωπο μπροστά στον φακό μιας τηλεοπτικής κάμερας. Σάμπως ο Μπασάρ αλ Άσαντ ή το Ιράν δεν έκαναν τα ίδια; Ή μήπως στη Σαουδική Αραβία δεν σε εκτελούν διά λιθοβολισμού;

Τα ερωτήματα

Τόσο το ερώτημα σχετικά με το «αν η Δύση αντιδρά το ίδιο όταν οι τζιχαντιστές αποκεφάλισαν 25 στρατιώτες του Άσαντ στη Ράκα της Συρίας» (δύο εβδομάδες πριν από τον αποκεφαλισμό του Φόλεϊ μάλιστα) όσο και το ερώτημα «μα ναι πεθαίνουν παιδιά στη Γάζα και κανείς δεν αντιδρά» μπορεί να εμπεριέχουν ψήγματα κριτικής σκέψης και αντίδραση για την υποκρισία της Δύσης, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν είναι κύρια... Διότι δεν απαντούν στο καθοριστικό ερώτημα γιατί ένας άνθρωπος που μάχεται στο Ιράκ, στις τάξεις του Ισλαμικού Κράτους, μετατρέπεται ξαφνικά σε ζώο και διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους τα ζητήματα ταυτότητας, βαθιά ριζωμένα στον αραβικό κόσμο. Η απάνθρωπη, αναχρονιστική και βαρβαρικής φύσεως βία του Ισλαμικού Κράτους δεν μας επιτρέπει να δούμε πέραν αυτής, να δούμε δηλαδή νηφάλια τη σεκταριστική βία μεταξύ σιιτών και σουνιτών στον αραβικό κόσμο, στην οποία εμπλέκονται συχνά και διάφορες εθνικοθρησκευτικές μειονότητες (Κούρδοι, γεζίντι, χριστιανοί κ.λπ.).

Ποιος φταίει;

Οι λανθασμένες επιλογές της διεθνούς πολιτικής της Δύσης στην περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι εμφανείς, ιδίως στην περίοδο που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου με το γνωστό «δόγμα Μπους» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Το να μένει όμως κανείς στα λάθη της Δύσης, που μερικές φορές ανάγονται στην περίοδο της αποικιοκρατίας ακόμη, δεν δίνει απαντήσεις γιατί ο στρατιώτης του Άσαντ εκτελεί τον αιχμάλωτο τζιχαντιστή με τη μέθοδο της «δεκάτης» ή γιατί, πιθανώς, ένας Βρετανός από το ανατολικό Λονδίνο ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή για να εκτελέσει έναν Αμερικανό δημοσιογράφο κόβοντάς του το... κεφάλι. Στη Μέση Ανατολή, μια κοινωνία βαθιά θρησκευόμενη, καταπιεσμένη και, σίγουρα, συντηρητική, το πεδίο εκδήλωσης της ριζοσπαστικοποίησης των ανθρώπων καθίσταται πιο δελεαστικό. Η πολιτική επί της ταυτότητας, ιδίως αν γίνεσαι μέλος μιας ισλαμιστικής οργάνωσης μαχητών, συντηρεί τη σύγκρουση και το αφήγημα «εμείς εναντίον της Δύσης». Η βία γίνεται όχημα για την παροχή «πολιτικής υπηρεσίας» ιδίως άμα είσαι σουνίτης που καταπιέζεται διαχρονικά από τον σιίτη ή τον αλεβίτη και τούμπαλιν. Η έννοια του μαρτυρικού θανάτου για τον Αλλάχ, βασικό νομιμοποιητικό στοιχείο στις τζιχαντιστικές οργανώσεις, αποτελεί σκοπό με την ίδια λογική που αν ήσουν ένας μουσουλμάνος Βρετανός που έπλενε πιάτα στο ανατολικό Λονδίνο θα αρεσκόσουν στο να πολεμάς για ένα «Ισλαμικό Κράτος» (και με ένα παχυλό μισθό μηνιαίως). Η βία φέρνει πάντα βία σε έναν ατέρμονο κύκλο, έλεγε ο σπουδαίος Γάλλος Σταντάλ στο έργο του «Το Κόκκινο και το Μαύρο». Μόνο που στη θέση του Ζιλιέν Σορέλ μπαίνει ένας σουνίτης, στην εικόνα του μεγαλείου του Ναπολέοντα η τζιχάντ και το σκηνικό της παρακμιακής κοινωνίας των Βουρβόνων το διαδραματίζει μια περιοχή στην οποία οι γυναίκες δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν ντυμένες «απρεπώς» ή να οδηγήσουν αυτοκίνητο.


1000 και... νύχτες

Ο Μοχάμεντ ιμπν Αμπντ αλ Γουαχάμπ, ο Σαουδάραβας κληρικός και πρωτοπόρος θεμελιωτής του πρώτου σαουδικού κράτους, θεωρείται ο πνευματικός ηγέτης του κινήματος του ουαχαμπισμού. Της πλέον σκληροπυρηνικής θρησκευτικής σέκτας του σουνισμού, η οποία κηρύττει την επιστροφή στην παράδοση της χαντίθ (προφορικής φολκόρ του προφήτη Μωάμεθ) και την ενδελεχή μελέτη του Κορανίου. Ένα κίνημα υπερσυντηρητικό, βαθιά παραδοσιακό κι ενίοτε... εξτρεμιστικό. Ο αλ Γουαχάμπ συμφώνησε το 1744 με τον Σαούντ, βασικό του χρηματοδότη στον αγώνα για τη δημιουργία της Σαουδικής Αραβίας, το διαμοίρασμα της εξουσίας με έναν όρκο: «Εσύ θα μου ορκιστείς πίστη και ότι θα πολεμήσεις με τζιχάντ τους άπιστους. Θα γυρίσεις νικητής και ηγέτης της κοινότητας. Εγώ θα παραμείνω ο θρησκευτικός ηγέτης». Οι ουαχαμπιστές σήμερα είναι το 22,9% του θρησκευόμενου πληθυσμού της Σαουδικής Αραβίας. Μόνο που ασχολούνται με τα... πετρέλαιά τους (κι ενίοτε με ποδοσφαιρικές ομάδες) και όχι με καλάσνικοφ και μαχαίρια... Το ενδιαφέρον με τον ουαχαμπισμό (που οι δυτικοί θεολόγοι τον εντάσσουν στην ευρύτερη παράδοση του σαλαφισμού/συντηριτικού ισλάμ) είναι ότι δεν γίνεται αποδεκτός από τους ίδιους του Σαουδάραβες ως επιχείρημα/εφεύρημα των σιιτών με έντονο «αντι-αραβικό» προσανατολισμό. Στην ουσία όμως πρόκειται για ένα ρεφορμιστικό κίνημα συντηρητικής κατεύθυνσης που στην περίπτωση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους εξυπηρετεί σκοπούς νομιμοποίησης και ιδεολογικής κατεύθυνσης. Σε σημείο που όταν κανείς ρωτάει (βλέπε σχετικά διάφορα ντοκιμαντέρ δυτικών δικτύων για τους τζιχαντιστές) γιατί ένας ανήλικος, 14 ετών, μπορεί να πολεμάει στο Ιράκ στους κόλπους του ISIL, η απάντηση μπορεί να είναι κάτι τύπου «διότι το 1280 ο αλ Χαράνι, ο σύγχρονος θιασώτης του τζιχαντισμού, ηγούνταν 500 αντρών ενώ ήταν 14...».

Αντί επιλόγου

Είτε είναι κανείς θρησκευόμενος είτε άθεος δεν μπορεί να παραβλέψει τη σημασία του ισλάμ, θρησκευτικά και πολιτικά. Ο αντιισλαμισμός είναι μια άρρωστη ιδεολογία, εφάμιλλη του αντισημιτισμού και ισάξια της ιδεολογίας αυτών που αποκεφαλίζουν. Οι μουσουλμάνοι, σιίτες και σουνίτες, είναι άνθρωποι πολιτισμένοι, μορφωμένοι, προοδευτικοί, και μπορεί κανείς να το διαπιστώσει αν γνωρίσει ποτέ του και συναναστραφεί με κάποιον από αυτούς στην Κύπρο ή το εξωτερικό. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές, κυρίως στη δυτική κοινή γνώμη, είναι πως κάθε μορφή εξτρεμισμού και τρομοκρατίας δεν έχει μόνο διεθνή αίτια. Δεν είναι μόνο οι ατυχείς δυτικές πολιτικές που δημιουργούν την τρομοκρατία αλλά και βαθύτερα αίτια, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά. Άρρηκτα μάλιστα συνδεδεμένα με τις τοπικές κοινωνίες, τις ιστορικές και θρησκευτικές παραδόσεις, τα προφορικά αφηγήματα και την πάλη για τη διαμόρφωση της ταυτότητας. Κανείς στον 21ο αιώνα δεν θέλει να χάσει το κεφάλι του διά αποκεφαλισμού. Η κατανόηση και η αντιμετώπιση όμως κάθε μορφής ριζοσπαστικοποίησης καθώς και των προσλαμβανουσών που αυτή δημιουργεί απαιτεί τη βαθιά αντίληψη, από εμάς τους δυτικούς που δεν έχουμε πρόβλημα αν η αδελφή μας φορεί «μίνι», του ριζοσπαστικοποιημένου. Κι αυτό δεν το αντιλαμβάνεται πλήρως η κοινή γνώμη, γιατί συνηθίζει πάντα να βλέπει το «κομμένο κεφάλι» και όχι το πρόσωπο του δημίου, ακόμη κι αν αυτό είναι καλυμμένο από μια μαύρη κουκούλα ...”