Απόψεις προεπαναστατημένων Ρωμηών

"Οι Ελληνοι παιδιά μου, δεν ήταν σαν εμάς σμέτια και ψοφίμια. Εμάς μας βάρεσε ο τρισκατάρατος, κι όσο πάμε θα μαραζώνουμε, θα χαμηλώνουμε και θα πάμε κατά του διαόλου τη μάνα. Αυτούνοι οι Ελληνοι ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ως εφτά πήχια. Ηταν και κάμποσοι μονάντεροι που φτάναν τα εννιά πήχια...Τσι μουστάκες τσι κομπόδεναν πίσω στο σβέρκο...Επιαναν το κλαρί και το ξερίζωναν. Σήκωναν τσι κοτρόνες και τις σφεντούριζαν απ'το'να το βουνί κατεπάνου στο άλλο...Μονάχα οι Ελληνοι δεν ήταν πολλοί, ήταν λιγοστοί και χάθηκαν" (Θεσσαλία, Καρδίτσα, 19ος αιώνας, πριν την Παλιγγενεσία και τη δημιουργία κρατικών σχολείων).



"Απάνω στη Σαμαριά είναι παλιά χώρα των Ελλήνων. Εδακεί ετελειώσανε οι Ελληνοι. Και λεγουνε όπως έχει εκεί θησαυρό, όμως δεν εβρέθηκε" (Κρήτη, Σφακιά, 19ος αιώνας, πριν την Παλιγγενεσία και τη δημιουργία κρατικών σχολείων)
"Οι Ελληνες χάθηκαν όλοι όταν κάποτε έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε" (Κρήτη, Σφακιά, 20ος αιώνας)
"Στα χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλη λογής άνθρωποι, οι Ελληνες. Αυτοί έχτισαν το κάστρο μας...Αυτοί οι άνθρωποι πέθαναν σιγά σιγά και χάθηκαν, γιατί η γη, τόσο που έτρωγαν, δε βαστούσε να τους θρέψει" (Ηπειρος, Θεσπρωτία, 19ος αιώνας, πριν την Παλιγγενεσία και τη δημιουργία κρατικών σχολείων)
"Στον καιρό των παππούδων των παππούδων μας, κάποιοι από το χωριό μας ταξίδεψαν στην Πόλη. Οταν έμαθαν πως εκεί ζούσε ακόμα μια γριά από τη γενιά των Ελλήνων, είπαν να πάνε να την ιδούν. Είχε ανάστημα πιο μεγάλο από ανθρώπου, μόνο που από τα γεράματα είχε στραβωθεί. Τους ρώτησε να μάθει για τον τόπο τους, και ύστερα, γυρνώντας σ'εναν από αυτούς ζήτησε να δει το χέρι του. Εκείνος τρόμαξε και δεν το αποκότησε, μόνο άρπαξε μια μασιά που βρέθηκε στο τζάκι και της την έδωκε. Η γριά έσφιξε τη μασιά μέσα στα δάχτυλα της και την έσπασε. Τότε τους είπε -Είσαστε δυνατοί και σεις, μα όχι όσο ήμασταν εμείς! (γιατί θαρρούσε πως κρατούσε το χέρι του!)" (Ακαρνανία, Χρυσοβίτσα Αστακού, 19ος αιώνας, πριν την επικράτηση της ιδεολογίας της Παλιγγενεσίας και της δημιουργίας κρατικών σχολείων)